Our Blog

H προστασία της δημόσιας περιουσίας και ιδίως η προστασία των κοινοχρήστων πραγμάτων εν όψει μιας πιθανής συνταγματικής αναθεώρησης

Δημήτρης Μπελαντής
Δρ Νομικής – Δικηγόρου
Ημερομηνία: 06-02-2014

 H προστασία της δημόσιας περιουσίας και ιδίως η προστασία των κοινοχρήστων πραγμάτων εν όψει μιας πιθανής συνταγματικής αναθεώρησης

  Εισαγωγικές παρατηρήσεις

 Η συζήτηση  σχετικά με την διαδικασία συνταγματικής αναθεώρησης στην Ελλάδα κατά τα τελευταία χρόνια δεν έχει προκύψει στην πραγματικότητα ως προϊόν μιας φυσιολογικής αναγκαιότητας προσαρμογής της συνταγματικής μας πραγματικότητας σε νέα κοινωνικά και πολιτικά δεδομένα και με αφετηρία την απροσφορότητα της ισχύουσας συνταγματικής ρύθμισης. Αυτό μπορεί να θεωρηθεί  ότι  ίσχυσε κατά τις αναθεωρητικές διαδικασίες του 1986 ή ακόμη του 2001, στην μεν πρώτη περίπτωση όταν τέθηκε το ζήτημα μετατροπής  της πολιτειακής οργάνωσης από προεδροκεντρική σε πρωθυπουργοκεντρική με αποτέλεσμα την διαμόρφωση ενός «κλειστού κυκλώματος εξουσίας» μεταξύ κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και εκτελεστικής εξουσίας  [1] στην δε δεύτερη περίπτωση, όταν τέθηκε το ζήτημα του ελέγχου της εκτελεστικής εξουσίας ως ενός απεριόριστα διογκούμενου τομέα  είτε μέσω της θέσπισης νέων δικαιωμάτων είτε μέσω της ανάδυσης των ανεξαρτήτων αρχών.

 

Αντιθέτως, αυτό που φαίνεται να συμβαίνει σήμερα δεν είναι η αναγκαία προσαρμογή της ισχύουσας συνταγματικής τάξης σε συνθήκες ακμής και ανόδου της κανονιστικής της ισχύος και της επίτευξης μιας σχετικής αρμονίας  μεταξύ της πρόβλεψης και της πραγματικά ισχύουσας συνταγματικής πραγματικότητος, του λεγόμενου «υλικού Συντάγματος» αλλά, αντιθέτως, η ανάδυση ενός ποιοτικά νέου  υλικού Συντάγματος σε συνθήκες συνταγματικής και θεσμικής κρίσης. Αυτό δεν είναι κάτι το απολύτως καινοφανές στην συνταγματική μας ιστορία  : είναι γνωστό το ότι μια σειρά από αναθεωρητικές διαδικασίες (μεταξύ των οποίων, βεβαίως, και η Ε’ Αναθεωρητική Βουλή)  κινήθηκαν στα  όρια ή και πολύ πέραν των ορίων  της αναθεωρητικής λειτουργίας ως συντεταγμένης κρατικής λειτουργίας εν όψει ακριβώς των εκρηκτικών διαστάσεων μιας συνταγματικής θεσμικής κρίσης και της ανάγκης μιας ριζικά νέας πολιτικοσυνταγματικής απόφασης [2].

 

Όμως, ιδίως η σημερινή κατάσταση πραγμάτων –για πρώτη φορά μετά το 1975- αποκτά οριακά χαρακτηριστικά. Η κλασσική νομοθετική λειτουργία έχει υποκατασταθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό από μια «εξαιρετικού» χαρακτήρα νομοθέτηση εκ μέρους της κυβέρνησης με τον πολλαπλασιασμό αλλά και την σημειολογική αποδυνάμωση των «εκτάκτων περιπτώσεων εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης» του άρθρου 44 παρ. 1 του   Συντάγματος, ενώ την ίδια στιγμή αναπτύσσεται όλο και συχνότερα ένας συνεκτικός λόγος πλήρους  αντιστροφής των βασικών αξιολογήσεων των εννόμων αγαθών, όπως αυτές προέκυπταν τόσο ιστορικά όσο και συστηματικά από την διαδικασία παραγωγής του Συντάγματος του 1975. Βεβαίως, αυτή η αντιστροφή των αξιακών αξιολογήσεων μεταξύ των συγκρουομένων εννόμων αγαθών είχε ξεκινήσει πολύ πριν από την επιτάχυνση της παρούσας  οικονομικής κρίσης και την ανάδυση της δημοσιονομικής κρίσης και της κρίσης διεθνούς δανεισμού μετά την περίοδο 2009-2010. Αν ισχύει η διαπίστωση του Φουκώ σύμφωνα με την οποία ο νεοφιλελευθερισμός δεν συνιστά απλώς την ένταξη , όπως συνέβαινε με την κλασσική φιλελεύθερη  σχολή του Μάντσεστερ, ενός χώρου ελεύθερης αγοράς και επιχειρηματικότητας  στην σφαίρα του δικαίου, απαραβίαστου από την κρατική παρέμβαση, αλλά , αντιθέτως, ένα εκτεταμένο πρόγραμμα πολιτικών παρεμβάσεων  προς την κατεύθυνση της παγίωσης της «τάξης του ελεύθερου ανταγωνισμού», μιας τάξης ελεύθερης από τις «κρατικιστικές» ή τις συνδικαλιστικές στρεβλώσεις  και τα «κρατικά μονοπώλια»  μιας ολόκληρης φορντιστικής ή κεϋνσιανής  περιόδου[3], η σημερινή κρατική παρέμβαση στον χώρο του κοινωνικού και του οικονομικού Συντάγματος  στοχεύει αναμφισβήτητα να κάμψει ισορροπίες και «νοοτροπίες» δεκαετιών και να καθιερώσει  νέες πολιτικές και  νομικές ιεραρχήσεις. Το γεγονός ότι αυτό συνεπάγεται βαρύτατους και εντονότατους περιορισμούς στον χώρο των εργασιακών, κοινωνικών  και ασφαλιστικών δικαιωμάτων αλλά και βαθειές μετατοπίσεις στο υπό έρευνα ζήτημα των δημοσίων αγαθών  είναι πέραν πάσης αμφισβητήσεως. Όμως, η αιτιολόγηση της επιβολής τους εμφανίζεται όχι μόνο ως «αναγκαία»  αλλά και ως κρατούσα, όπως στην περίπτωση των αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας για την εφαρμογή των μνημονίων[4], από τις οποίες φαίνεται να γεννάται μια νέα μορφή «δικαίου της ανάγκης», το οποίο, όμως, δεν υπόκειται σε ευθεία συνταγματική πρόβλεψη. Η ανάδυση μιας μορφής δημοσίου συμφέροντος που απορρέει  βασικά από την «οικονομική έκτακτη ανάγκη»[5], στενά και ειδικά προσανατολισμένου προς την ταμειακή  ικανοποίηση του δημοσίου χρέους και την λεγόμενη «δημοσιονομική σταθεροποίηση»,  επανεισάγει κατά τρόπο άμεσο  καίριες  αξιολογικές αμφισβητήσεις όσον αφορά την κοινωνική ωφελιμότητα, την δημόσια κτήση και την ως τώρα  σχέση μεταξύ των δημοσίων αγαθών και της δυνάμει αγοραίας  λειτουργίας τους. Εδώ εντάσσεται και το πρόβλημα της δημόσιας περιουσίας και ιδίως των κοινοχρήστων πραγμάτων και η πιθανή διαχείρισή του από μια επικείμενη αναθεώρηση .

 

  1. Η εκτεταμένη ιδιωτικοποίηση της δημόσιας περιουσίας ως άμεσο νομικό και συνταγματικό πρόβλημα

Η νομοθεσία των τελευταίων ετών και ιδίως η σχετική με την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας για την κάλυψη των μνημονιακών και δημοσιονομικών αναγκών έχει ως επίκεντρο την οργανωτική μορφή του Τ.Α.Ι.ΠΕ.Δ. Παρά το γεγονός ότι η σχετική νομοθεσία ( ο ν. 3986/2011) αναφέρεται  ονομαστικά στην ιδιωτική περιουσία του κράτους , δηλαδή θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αφορά μόνο σε πράγματα  και περιουσιακά στοιχεία που λειτουργούν ως fiscus, η συναρμογή του νόμου αυτού με κατηγορίες πραγμάτων που από την φύση  και την λειτουργία τους εξυπηρετούν και μάλιστα μονιμότερα  δημόσιο σκοπό –και, άρα, υπάγονται κατ’ αρχήν στην δημόσια περιουσία του κράτους, την δημόσια κτήση[6] – είναι έκδηλη τόσο σε σχέση με την ίδια την τυπολογία του Μεσοπροθέσμου Προγράμματος (ν. 3985/2011 ) όσο και σε σχέση με την μεθοδολογία εφαρμογής του ν.3986/2011 ως εφαρμοστικού νόμου :  παραχωρούνται  στο Τ.ΑΙ.Π.Ε.Δ. και τελικά σε ιδιώτες όχι μόνο  δικαιώματα κάρπωσης και εκμετάλλευσης αλλά και πλήρη δικαιώματα κυριότητας  σε εκτάσεις που περιλαμβάνουν δημόσια δάση, λιμάνια, οδούς και οδικούς άξονες, αεροδρόμια, ιαματικές πηγές και άλλες μορφές ρεόντων υδάτων, στρατιωτικά οχυρά  κ.α. Και μάλιστα κατά τρόπο (άρθρο 2 παρ. 7 ν. 3986/2011 ) που απαγορεύει πλήρως την αναμεταβίβαση αυτών των πραγμάτων στο Δημόσιο ή τα ν.π.δ.δ. ως αρχικούς ιδιοκτήτες τους πριν από την νομική  περιέλευση στο Ταμείο. Η  διφυής λειτουργία του Τ.ΑΙ.Π.Ε.Δ. ως ενός sui generis  νομικού προσώπου, το οποίο ασκεί μεν κυριαρχική εξουσία αλλά λειτουργεί με βάση τους κανόνες  του ιδιωτικού δικαίου και της ιδιωτικής οικονομίας είναι ιδιάζουσα, καθώς σε αντίθεση με προγενέστερα οχήματα ιδιωτικοποιήσεων όπως η Ε.Τ.Α. Α.Ε., δεν αναλαμβάνει το ίδιο την οικονομική εκμετάλλευση των περιουσιακών στοιχείων αλλά έχει ως αποκλειστικό σκοπό την ταχύρρυθμη ταξινόμηση και ιδιωτικοποίηση των άνω περιουσιακών στοιχείων. Όσον αφορά  τα περισσότερα από τα προαναφερθέντα δημόσια πράγματα, είναι περισσότερο από προφανές ότι αυτά κατά το λειτουργικό κριτήριο υπάγονται στην έννοια των «κοινοχρήστων πραγμάτων» και, άρα,  εξυπηρετούν άμεσα την κοινή πρόσβαση, ωφέλεια και χρήση τους από το κοινό, δηλαδή από όλους, σύμφωνα με την φύση τους και τον προορισμό τους. Επίσης, η ένταξη στο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων και κτιρίων που επί πολλά χρόνια και βάσει της ιδιαίτερης καταλληλοτητάς τους στέγασαν δημόσιες  υπηρεσίες και λειτουργίες (όπως τελείως ενδεικτικά το Υπουργείο Πολιτισμού, η ΓΑΔΑ και συνολικά μια κατηγορία 28 σημαντικών ακινήτων στο κέντρο της Αθήνας) θέτει το πρόβλημα των ορίων αξιοποίησης και οικονομικής εκμετάλλευσης και των λεγομένων «ιδιοχρήστων πραγμάτων».

 

Βεβαίως, μπορεί να υποστηριχθεί –και ήδη υποστηρίζεται στην θεωρία, (βλ. και σε Δαγτόγλου όπως παραπάνω σελ. 817-823), ότι τα ανήκοντα στην δημόσια κτήση  και ιδίως τα κοινόχρηστα πράγματα δεν είναι απαραίτητο να ανήκουν στο Δημόσιο ή σε δημόσιο νομικό πρόσωπο και επιχείρηση. Άρα, θα μπορούσε να αντληθεί επιχείρημα υπέρ της τρέχουσας ιδιωτικοποίησής τους.   Όμως, ακόμη και σε αυτήν την εξαιρετική περίπτωση, η ιδιωτική κτήση δεν πρέπει να αναιρεί τον δημόσιο σκοπό στον οποίο είναι αφιερωμένο το πράγμα. Ο δε κανόνας πρέπει να έγκειται, όπως προσδιορίζει και η προσυνταγματική ρύθμιση  των άρθρων 966 ΑΚ για τα εκτός συναλλαγής και 968 ΑΚ για το καθεστώς  κυριότητας των κοινοχρήστων, ρύθμιση που όμως καταλήγει να αποτυπώνει και την υφιστάμενη συνταγματική προστασία στην υπαγωγή των δημοσίων πραγμάτων στην κυριότητα του Δημοσίου ή δημοσίων φορέων (βλ. και Παππά σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλο «Αστικός Κώδικας», άρθρο 1000, σελ. 310 επ., 314 επ.).  Είναι εξαιρετικά αμφίβολο και στην ουσία αναληθές το συμπέρασμα ότι η παραχώρηση επ’ άπειρον ιδιωτικών δικαιωμάτων στο πράγμα με σκοπό την έντονη οικονομική του εκμετάλλευση (πράγμα που ισοδυναμεί ουσιαστικά και με αποστέρηση κυριότητας , αφού το δικαίωμα λήψης καρπών, η fructus, είναι ουσιαστική διάσταση της κυριότητας κατά τον Αστικό Κώδικα)  ή πολύ περισσότερο η μεταβίβαση κυριότητας με σκοπό την έντονη οικονομική του  εκμετάλλευση μπορεί να διασώζει τον δημόσιο σκοπό και μάλιστα αυτόν της κοινοχρησίας. Η τελική κατάληξη  στην απολύτως ιδιωτική κτήση με δηλωμένη την έντονα κερδοσκοπική λειτουργία του πράγματος συνοδεύεται και από την τελική  οικονομική διοίκηση και διαχείριση του από τον ιδιώτη, ο οποίος μπορεί να θέσει όρια και αποκλεισμούς στην κοινή χρήση. Επιπλέον, η αδιάκριτη και χρονικά απεριόριστη μεταβίβαση σειράς δημοσίων και κοινοχρήστων πραγμάτων  στα πλαίσια του Τ.ΑΙ.Π.Ε.Δ –και μάλιστα χωρίς να προηγηθεί μια διαδικασία διοικητικού αποχαρακτηρισμού τους-  ρευστοποιεί πλήρως τα εννοιολογικά όρια μεταξύ της δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας του κράτους.

 

   Τίθεται, λοιπόν, ζήτημα αν υφίσταται συνταγματική προστασία και μάλιστα υπό την μορφή υποκειμενικού δικαιώματος των πολιτών στα δημόσια πράγματα και ιδίως στα κοινόχρηστα πράγματα, η οποία θα μπορούσε να οριοθετήσει έως και να ανασχέσει  την διαδικασία μαζικής και αδιάκριτης  ιδιωτικοποίησής τους. Κατά την γνώμη μας, αυτή η προστασία μπορεί να συναχθεί ερμηνευτικά και υποστηρίζεται σήμερα εν όψει πολλαπλών δικαστικών προσφυγών κατά των παραχωρήσεων στα πλαίσια του Τ.ΑΙ.Π.Ε.Δ.   Όπως τέθηκε το ζήτημα ήδη σε υποθέσεις ιδιωτικοποιήσεων προς την Ε.ΤΑ. Α.Ε. (χωρίς να ληφθεί απόφαση ουσίας τότε  από το ΣτΕ) στις αρχές της δεκαετίας του 2000[7], θεμέλιο του δικαιώματος  στην κοινοχρησία μπορεί να θεωρηθεί το δικαίωμα στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητος ( 5 παρ. 1 Συντάγματος) νοούμενο εδώ, όμως,  σε αντίθετη φορά προς την κατά κύριο λόγο επιχειρηματική  και κερδοσκοπική εκμετάλλευση αυτών των πραγμάτων και σε συστηματική ενότητα τόσο με το δικαίωμα στο περιβάλλον ( 24 παρ.1 Σ) όσο και με την ερμηνευτική ενίσχυση θεμελιωδών αρχών όπως η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου (άρθρο 25 Σ)  όσο και η ίδια η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας ( 1 παρ. 2 Σ). Πράγματι, και πέρα από την διάσταση του υποκειμενικού δικαιώματος στην κοινοχρησία και στην δημόσια κτήση, τίθεται ζήτημα αναπαραγωγής της δημοκρατικής κρατικής υπόστασης χωρίς έναν αναγκαίο ελάχιστο πυρήνα δημοσίων πραγμάτων, τα οποία κατά κανόνα είναι αναπαλλοτρίωτα και μη υποκείμενα σε ιδιωτικοποίηση εν όψει της ματαίωσης του δημοσίου σκοπού τους. Το δημοκρατικό  κράτος, όταν απωλέσει τον έλεγχο αλλά και την κυριότητα επί του σκληρού πυρήνα των δημοσίων πραγμάτων, καθίσταται μη βιώσιμο.   Διαφαίνεται, λοιπόν, ακόμη και χωρίς να προσφύγει κανείς σε παλαιότερες θεωρήσεις της δημόσιας κτήσης ως μιας κυριότητας απολύτως ιδιαιτέρου τύπου[8], μια συστηματική λειτουργική  σχέση της δημόσιας κτήσης με την υπόσταση ενός λειτουργικού και ανεξάρτητου κρατικού μορφώματος.

 

Στα πλαίσια αυτής της ανάπτυξης,  δεν θα αναφερθούμε στο ζήτημα των ως τώρα δημοσίων επιχειρήσεων, οι οποίες παράγουν και πωλούν με ιδιαίτερους όρους κοινωφελείς υπηρεσίες. Είναι, όμως, αρκετά προφανές ότι και εδώ συντρέχει μια έννοια ορισμένων αγαθών ως «δημοσίων αγαθών», τα οποία χρήζουν μιας ιδιαίτερης  νομικής και συνταγματικής προστασίας και δεν πρέπει να εγκαταλειφθούν στην λογική μιας αναβίωσης στον 21ο αιώνα των «περιφράξεων» του 16ου αιώνα.

 

  1. Η αντιμετώπιση των δημοσίων και των κοινοχρήστων πραγμάτων στα πλαίσια μιας συνταγματικής αναθεώρησης

 

Είναι αρκετά πιθανό το   ότι στα πλαίσια της σχολής σκέψης  της « επείγουσας οικονομικής ανάγκης» αλλά και των επελαυνουσών «αντικρατιστικών» αντιλήψεων, η παραπάνω θεώρηση περί συστηματικής προστασίας της δημόσιας κτήσης με τα εργαλεία της ισχύουσας συνταγματικής τάξης μπορεί να μην έχει άμεσο νομολογιακό μέλλον. Ήδη, η απόφαση 1415/2013 του Δ’ Τμήματος του ΣτΕ έκρινε ως συνταγματικά ανεκτή την μεταβίβαση πραγμάτων που λειτουργικά υπήγοντο στην δημόσια κτήση εκκινώντας από το επιχείρημα της περιαγωγής αυτών των πραγμάτων στο Δημόσιο με μέσα του ιδιωτικού δικαίου και όχι κατά τρόπο κυριαρχικό και μονομερή, όπως στην περίπτωση εκτάσεων που ανήκαν στο ελληνικό  Δημόσιο ήδη από την ίδρυσή του και συνεπώς δεν έλαβε υπόψη της το λειτουργικό κριτήριο της μονιμότερης υπηρέτησης  του δημοσίου σκοπού.

Αν λάβει κανείς υπόψη του την ισχύ αυτής της αξιολογικής στάθμισης και των πολιτικών επιχειρημάτων που την συνοδεύουν, ίσως η έναρξη και πρόοδος μιας αναθεωρητικής διαδικασίας υπό την επικυριαρχία ακόμη αυτών των αντιλήψεων να καταλήξει στην πλήρη ματαίωση των εννοιών της δημόσιας κτήσης και της κοινοχρησίας σε συστοίχηση και με την πλήρη υποχώρηση των αξιών της δημόσιας ωφέλειας και  του κοινωνικού κράτους και στην πλήρη  δικαίωση του ιδιοκτησιακού ατομικισμού. Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να αποκλείσουμε και μια αναθεωρητική πρωτοβουλία με αντίθετο πρόσημο και να πάψουμε να ελπίζουμε σε αυτήν. Στην περίπτωση αυτήν και σε συσχέτιση με την αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου θα πρέπει να ενταχθεί  και η έννοια του βασικά αναπαλλοτρίωτου των πραγμάτων που υπάγονται στην δημόσια κτήση και ειδικότερα στην κοινοχρησία[9]. Στα πλαίσια μιας τέτοιου τύπου πρωτοβουλίας, το πιθανότερο πεδίο ένταξης μιας τέτοιου τύπου ρύθμισης δεν θα είναι η γενική προστασία της κυριότητας (άρθρο 17 Σ) αλλά διαζευκτικά ή και σωρευτικά  είτε η διάρθρωση  και εμπλουτισμός του δικαιώματος του άρθρου 5 παρ.1 Σ σε πιο κοινωνική και ανθρωποκεντρική κατεύθυνση είτε η ενίσχυση των διατάξεων του άρθρου 106 Σ περί κρατικού παρεμβατισμού στην οικονομία και ιδίως η διάταξη του 106 παρ. 2 Σ για την σχέση έντασης  μεταξύ της ιδιωτικής επιχειρηματικότητας και της προστασίας  της ελεύθερίας και ανθρώπινης  αξιοπρέπειας. Και στις δύο περιπτώσεις, θα πρόκειται για μια ρύθμιση, η οποία θα ενισχύσει όχι τον λεγόμενο «κρατισμό» αλλά τον ανθρωποκεντρικό και κοινωνιοκεντρικό προσανατολισμό του Συντάγματος.

 

[1] Βλ. και σε Αρ.Μάνεση «Η συνταγματική αναθεώρηση του 1986», Θεσσαλονίκη 1989, σελ. 118 επ.

[2] Βλ. για την διαφορά μεταξύ του Verfassung ως αποτελέσματος της πρωτογενούς συντακτικής εξουσίας και των “verfassungsaendende Gesetze” σε C.Schmitt “Verfassungslehre”, Berlin 1928,1957, σελ.22.   Πρβλ. επίσης για τα ρευστά όρια «αναθεωρήσεων» και μειζόνων παρεμβάσεων στο Σύνταγμα στην Ελλάδα  και Ε.Βενιζέλο « Τα όρια της αναθεώρησης του Συντάγματος 1975», Θεσσαλονίκη 1984, σελ. 20 επ.

[3] Βλ. σε M. Foucault «Η γέννηση της βιοπολιτικής-παραδόσεις στο Κολλέγιο της Γαλλίας», Αθήνα 2012, Πλέθρον.

[4] Όπως ιδίως η απόφαση  668/2012 της Ολομελείας του ΣτΕ.

[5] Βλ. και σε Δ.Μπελαντή  «Η κατάσταση εξαίρεσης και οι εφαρμογές της στο πρόγραμμα «στήριξης της ελληνικής οικονομίας», περ. « Δικαιώματα του Ανθρώπου» 48/2010 .σελ..1132 επ.

[6] Βλ. και σε Πρ. Δαγτόγλου «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο», Αθήνα-Κομοτηνή 2004, Εκδόσεις Α. Σάκκουλα, σελ. 778-842.

[7] Πρβλ. και σχετική εισήγηση της συμβούλου κ. Καραμανώφ σε υπόθεση Αλυκών Αναβύσσου του έτους 2003 ( Zαχάρω Παπαδοπούλου κλπ  κατά του Υπουργικού Συμβουλίου). Πρβλ. και Μ. Καραμανώφ «Βιώσιμο κράτος και δημόσια κτήση: Τα όρια των ιδιωτικοποιήσεων», Αθήνα-Κομοτηνή  2010, εκδόσεις Α.Σάκκουλα, σελ. 75 επ.

[8] Πρβλ.  ως προς την έννοια των «δημοσίων πραγμάτων» και της δημόσιας κτήσης και στην παλαιότερη θεωρία του διοικητικού δικαίου και ειδικότερα σε Μ.Hauriou «Σύστημα Διοικητικού Δικαίου και Δημοσίου Δικαίου», Αθήνα 1938, εκδόσεις Φέξη σελ. 336-459, J. Berthelemy «Διοικητικόν Δίκαιον», Αθήνα 1933, Τμήμα 3ο , Η δημόσια κτήσις, Fr. Fleiner «Διοικητικόν Δίκαιον» , Αθήνα 1932, σελ. . 323 επ., Μ.Στασινόπουλου « Αναγκαστική απαλλοτρίωσις επί κοινοχρήστων και δημοσίων πραγμάτων υπαγομένων εις τα άρθρα 966-971 Α.Κ.» , ΕΔΔΔ 14/1970 σελ. 225 επ. Πρβλ. ως προς την θεώρηση του αστικού δικαίου και σε Α.Γεωργιάδη-Μ.Σταθόπουλου «Αστικός Κώδικας», άρθρα 945 επ., σελ. 93 επ, 1000 επ., σελ. 310 επ. (ανάπτυξη Σ.Παππά). Επίσης, ως προς την ακριβή φύση της κυριότητας στα «δημόσια πράγματα» υφίστανται κατά την παλαιότερη θεωρία του διοικητικού δικαίου τρεις θεωρήσεις α) αυτή της res nullius, ότι δηλαδή αυτά δεν ανήκουν σε κανένα και απλώς το Δημόσιο διαφυλάσσει τον δημόσιο σκοπό τους υπέρ του κοινού β) αυτή της ειδικής κυριαρχικής ή καταπιστευματικής κυριότητας ως sui generis κυριότητας και γ) εκείνη της κυριότητας όπως και στα ιδιωτικά πράγματα με ειδική, όμως, διοίκηση χάριν του δημοσίου σκοπού. Ο Hauriou (οπ.π. σελ. 339 επ., 347 επ.) τάσσεται με την τρίτη προσέγγιση. Σε κάθε περίπτωση, η παλαιότερη θεωρία του διοικητικού δικαίου ορθώς τάσσεται υπέρ του βασικά αναπαλλοτρίωτου και απαράγραπτου των δημοσίων κτημάτων ( Hauriou , οπ.π. σελ. 350 επ.). Όμοια και ο Σ.Παππάς σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλο οπ.π

[9] Πρβλ. και την πρόσφατη απόφαση 1906/2014 ΣτΕ (Ολομέλεια), η οποία θέτει ένα όριο στην ιδιωτικοποίηση επιχειρήσεων που παρέχουν ζωτικά δημόσια αγαθά όπως το νερό, απόλυτα απαραίτητα για την δημόσια υγιεινή και αναγκαστικά υπό μονοπωλιακές συνθήκες. Παρά τον ειδικό χαακτήρα αυτής της απόφασης, το σκεπτικό της συντείνει και προς μια ευρύτερη σύλληψη της προστασίας των δημοσίων και κοινωφελών πραγμάτων και της δημόσιας κτήσης, ως προς την ιδιωτικοποίηση των οποίων θα έπρεπε να παρέχεται η σήμερα ισχύουσα- και έτι περαιτέρω μια αυαριανή αναβαθμισμένη- συνταγματική προστασία.

 

Παρουσιάσθηκε στην ημερίδα της «Ένωσης Ελλήνων Δημοσιολόγων» την 6-2-2014 με θέμα «Αναθεώρηση του Συντάγματος» .
Έχει συμπεριληφθεί στον σχετικό  συλλογικό τόμο που εξεδόθη από τις Εκδόσεις Δίκαιο και Οικονομία.

 

 

Γνωμοδότηση στη δίκη της υπόθεσης 17 Νοέμβρη
Η κατάσταση εξαίρεσης και οι εφαρμογές της στο πρόγραμμα «στήριξης της ελληνικής οικονομίας»