Our Blog

OI ΔΙΚΕΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ «17 Νοέμβρη» ΚΑΙ ΤΟΥ  «Ε.Λ.Α.»

Δημήτρης Μπελαντής
Δρ Νομικής – Δικηγόρου
Ημερομηνία: 03-03-2003

 

OI ΔΙΚΕΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ «17 Νοέμβρη» ΚΑΙ ΤΟΥ  «Ε.Λ.Α.» :

 Οι αντιτρομοκρατικοί νόμοι ( ν. 2928/2001 και ν. 3251/2004) στην πράξη

 

 

« εις ήν περίπτωσιν ο συνδυασμός ασφαλείας του κράτους και ελευθερίας δεν είναι δυνατόν να επιτευχθή , η ασφάλεια του κράτους υπερισχύει και συνεπώς η ελευθερία υποχωρεί…».

( Αριστόβουλου Μάνεση «Το πρόβλημα της ασφαλείας του κράτους και η ελευθερία», 1962, σε Α.Μάνεση «Συνταγματική Θεωρία και Πράξη», Θεσσαλονίκη 1980, σελ. 390 επ.,  417)

 

 

Κατά τη διάρκεια των πέντε τελευταίων ετών (2003-2008) διεξήχθησαν δύο σημαντικές ποινικές δίκες στο πεδίο της δράσης των ενόπλων οργανώσεων πολιτικής βίας (« εγκληματικών οργανώσεων» με πολιτικά κίνητρα κατά τον   ν. 2928/2001 και «τρομοκρατικών οργανώσεων» κατά τον πιο πρόσφατο   ν.  3251 / 2004 ) : αυτές για την υπόθεση της «17 Νοέμβρη» και για την υπόθεση του «Επαναστατικού Λαικού Αγώνα» ( «Ε.Λ.Α..»).  Μετά την περάτωση αυτών των δικών στον πρώτο βαθμό

( Δεκέμβριος 2003 για την «17 Νοέμβρη», Οκτώβριος 2004 για τον «Ε.Λ.Α.» )    διεξήχθη και ολοκληρώθηκε ήδη   η 2η δίκη για την υπόθεση του ΕΛΑ , αφού μία σειρά αξιοποίνων πράξεων ( «διακεκριμένων εκρήξεων κατά εγκαταστάσεων κοινής ωφελείας» ( άρθρο 270 περ. γ) Π.Κ.)  κατά το κατηγορητήριο,  οι οποίες αρχικά είχαν θεωρηθεί στο πλαίσιο της  κυρίας ανακρίσεως   παραγεγραμμένες ) εισήχθη σε νέα δίκη στο  αρμόδιο πλέον Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων καθώς και η εφετειακή δίκη (2006)  για την «17 Νοέμβρη», η οποία σε γενικές γραμμές επιβεβαίωσε την πρωτόδικη απόφαση. Αναμένεται ακόμη η εφετειακή δίκη για την υπόθεση «Ε.Λ.Α.» .  .

 

Η εξέλιξη των δικών αυτών  και το αποτέλεσμά τους  έχουν βαρύνουσα σημασία για την εφαρμογή των διατάξεων του ν. 2928/2001 (αφού η ποινική δίωξη ad personam  ξεκίνησε  κατά την περίοδο 2002-2003 και άρα υπό το καθεστώς ισχύος ακόμη του ν.  2928/2001 και πριν από την ψήφιση του ν. 3251/2004 ). Αλλά και γενικότερα για την ερμηνεία και εφαρμογή της ειδικής αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας , για τις σταθμίσεις στο πεδίο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τις οποίες αυτή εισάγει και εμπεριέχει, για την ιδεολογία η οποία παράγεται στο πλαίσιο της εκτελεστικής αλλά και της δικαστικής λειτουργίας στον ειδικό αυτόν τομέα της αντεγκληματικής πολιτικής. Εν τέλει, για το πώς απαντάται στη συγκεκριμένη συγκυρία το δίλημμα μεταξύ της «ασφαλείας» και της «ελευθερίας».

 

Η καλύτερη κατανόηση αυτών των εξελίξεων προϋποθέτει μία περιεκτική   αναδρομή στην ανάδυση και  μεταλλαγή  της ειδικής αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας στην Ελλάδα. Στη συνέχεια, θα φωτισθούν ορισμένες ειδικές διαστάσεις της εφαρμογής της στο πλαίσιο των παραπάνω δικών.

 

 

1.Η πρόσφατη  αντιτρομοκρατική νομοθεσία στην Ελλάδα  (2001-2005) :

διεθνής ορίζοντας, προβληματική  και χαρακτηριστικά αυτής.

 

1.1.Το τελευταίο κύμα  ειδικών αντιτρομοκρατικών νόμων στην Ελλάδα συμπίπτει  με μία γενικότερη διεθνή τάση για την ποινική   θωράκιση των δυτικών δημοκρατιών έναντι της «νέας τρομοκρατίας» , κυρίως της τρομοκρατίας φονταμενταλιστικής  ισλαμικής προέλευσης αλλά όχι αποκλειστικά ( πρβλ. και τη συζήτηση για τις νέες μορφές «αναρχικής τρομοκρατίας» μετά τη μαζικότατη  διεθνή διαδήλωση στη Γένοβα το καλοκαίρι του 2001).

Η τάση αυτή  ενδυναμώθηκε και συστηματοποιήθηκε με αφορμή την πολύνεκρη   επίθεση στους Δίδυμους Πύργους (ΗΠΑ, 11-9-2001 ) αλλά δεν ενεργοποιήθηκε ούτε ξεκίνησε τότε. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990  εγείρεται μία σημαντική συζήτηση, διεθνώς,  τόσο στο πλαίσιο των εθνικών κοινοβουλίων και κυβερνήσεων όσο και στο πλαίσιο των διεθνών οργανισμών, για τις νέες μορφές τρομοκρατίας και ιδίως τις διεθνοποιημένες μορφές του φαινομένου 1.  Οι ΗΠΑ, το Ισραήλ και οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο σε αυτή τη συζήτηση. Η πρώτη επίθεση στο Διεθνές  Κέντρο Εμπορίου  το 1993 και η ανάδυση του μαχητικού φονταμενταλισμού στον ισλαμικό κόσμο ήσαν τα έκδηλα  κίνητρα αυτής της συζήτησης. Η εξέλιξη των κοινωνικών συγκρούσεων στον αναπτυγμένο κόσμο και η εμφάνιση των λεγόμενων «αντιπαγκοσμιοποιητικών κινημάτων» μετά το Seattle  είναι εξαιρετικά πιθανό να λειτούργησαν ως ένα σημαντικό  λανθάνον κίνητρο.

 

Προϊόντα  αυτού του «πρώϊμου» προβληματισμού (πριν από την 11η Σεπτεμβρίου) υπήρξαν στις ΗΠΑ ο νόμος HelmsBarton του 1996  ( ο οποίος έτεινε κυρίως να ελέγξει τη χρηματοδότηση των οργανώσεων διεθνούς τρομοκρατίας) και ο νόμος dAmato  και στη Βρετανία ο  αντιτρομοκρατικός νόμος του 2000.  Στο νόμο αυτόν δόθηκε ένας ευρύτατος ορισμός στο τρομοκρατικό αδίκημα αφού ως τέτοιο ορίσθηκε «κάθε συμπεριφορά στρεφόμενη κατά των κρατικών αρχών και τείνουσα στον εξαναγκασμό τους σε πράξη ή παράλειψη» (άρθρο 1 του νόμου). Είναι προφανές ότι μία τόσο ευρεία περιγραφή της πολιτικής τρομοκρατίας θα έτεινε να περιλάβει σε αυτήν ακόμη και πράξεις στρεφόμενες απλώς κατά της δημόσιας τάξης και της πολιτειακής εξουσίας.

Στο ίδιο πλαίσιο  κινήθηκε και η Διεθνής Σύμβαση του ΟΗΕ για την καταπολέμηση του Οργανωμένου Εγκλήματος ( Σύμβαση του Παλέρμο, 2000).   Στο συμβατικό αυτό κείμενο , το οποίο αναφέρεται , βεβαίως, στο σύνολο της οργανωμένης εγκληματικής δράσης και όχι ειδικά στην πολιτική τρομοκρατία, τίθενται για πρώτη φορά τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της εγκληματικής οργάνωσης α)  με διάρκεια β) δομή γ) τουλάχιστον τρία άτομα δ) αποσκοπούσα στην επίτευξη οικονομικού ή άλλου συμφέροντος. Τα στοιχεία αυτά περιγράφουν και την αντικειμενική υπόσταση του βασικού αδικήματος  του ελληνικού  ν. 2928/2001 (εγκληματική οργάνωση κατά το νέο άρθρο 187 Π.Κ.).

Μπορεί λοιπόν να γίνει λόγος για ένα δεύτερο κύμα ειδικής  αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, η οποία αξιοποίησε, βεβαίως, και τη θεσμική  εμπειρία του πρώτου κύματος  καθώς και τα  υπαρκτά  κατάλοιπα αυτού

( της δεκαετίας 1970) 2 .

 

1.2.Μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001 , οι ΗΠΑ αντιδρούν έντονα και συστηματικά στο επίπεδο της νομοθετικής πρόληψης και «αποτροπής» της τρομοκρατίας. Παράλληλα προς την έναρξη διεθνών στρατιωτικών επιχειρήσεων,   τα όργανα  της εκτελεστικής και της νομοθετικής εξουσίας υιοθετούν πλήρως την άποψη ενός προβαδίσματος της «ασφαλείας» έναντι της «ελευθερίας», στις συνθήκες ενός ακήρυχτου και διαρκούς  «πολέμου  κατά της τρομοκρατίας».  Ο Πατριωτικός Νόμος ( Patriot Act) του Οκτωβρίου 2001  είναι το επίκεντρο αυτής της προσπάθειας  3  . Βασικές ρυθμίσεις αυτού του δαιδαλώδους νομοθετήματος  υπήρξαν :

 

Α) η νόμιμη συστηματική παρακολούθηση της ηλεκτρονικής επικοινωνίας κάθε μορφής ( τηλέφωνα, επιστολές, e-mail κ.α.)  υπόπτων για τρομοκρατική δράση από το FBI χωρίς την έγκριση πλέον αυτών των μέτρων ασφαλείας από δικαστική αρχή

Β)  η  νόμιμη παρακολούθηση της επικοινωνίας κατηγορουμένου και συνηγόρου σε υποθέσεις τρομοκρατικών αδικημάτων.

Γ) η  κράτηση για λόγους ασφαλείας «υπόπτων» ή κατηγορουμένων για τρομοκρατικά αδικήματα για μη ορισμένο  « εύλογο διάστημα» (“reasonable time”) , χωρίς δίκη και χωρίς να έχει υπάρξει δικαστική απόφαση για την προσωρινή τους κράτηση. Το μέτρο αυτό, όπως και το προγενέστερο του Πατριωτικού Νόμου μέτρο της προσωρινής κράτησης χωρίς ένταλμα των «υπόπτων»  μεταναστών (διοικητική κράτηση της μεταναστευτικής νομοθεσίας) , εφαρμόσθηκε σε χιλιαδες άτομα αραβικής καταγωγής ή ισλαμικού θρησκεύματος στις ΗΠΑ μετά την 11-9-2001, προκαλώντας συχνά προσφυγές και δικαστικές διαδικασίες για την απελευθέρωση αρκετών από αυτά τα άτομα.  Στην πραγματικότητα, οι περισσότερες από τις δικαστικές αποφάσεις άρσης της κράτησης  δεν εφαρμόσθηκαν ποτέ  από την εκτελεστική εξουσία ή από τον Γενικό Εισαγγελέα  κάτω από την επικληση λόγων «εθνικής ασφαλείας» ( σχετικά σε Bovard 2003) . Κατά τη διάρκεια της κράτησης, οι «ύποπτοι» δεν είχαν συνήθως επικοινωνία ούτε με δικηγόρο ούτε με τους οικείους τους και αναφέρθηκαν αρκετά περιστατικά κακοποίησής τους (καθώς και ένας θάνατος).

 

Ο Πατριωτικός Νόμος ενισχύεται και από μεταγενέστερα νομοθετήματα όπως  o “Nόμος για την Ασφάλεια στο Εσωτερικό της Χώρας» του 2002 (Homeland Security Act) , ο οποίος προέβλεψε  : α) την ενοποίηση και συντονισμό των υπηρεσιών ασφαλείας των ΗΠΑ στο περίφημο Υπερυπουργείο Ασφαλείας με βασικό αντικείμενο την πρόληψη και  ανάσχεση της τρομοκρατίας και β) τη διαμόρφωση

μιάς γιγαντιαίας βάσης πληροφοριών σε εθνική κλίμακα όπου θα εγγράφονταν όλες οι ηλεκτρονικές πράξεις των πολιτών των ΗΠΑ.  Η διαδικασία διαμόρφωσης της βάσης αυτής γνώρισε σημαντικές αντιδράσεις και κριτικές από τη θέση της προστασίας του ιδιωτικού χώρου και την ανάσχεση ενός οργουελιανού συστήματος ελέγχου και πληροφόρησης.

 

Τέλος, ο  δεύτερος Πατριωτικός Νόμος ( Patriot Act II”) του 2003 , προέβλεψε μεταξύ άλλων :

Α) Την μυστική κράτηση πολιτών των ΗΠΑ.

Β) Την άρση του πλαισίου  εγγυήσεων που έχει θέσει το Supreme Court  το 1976

( μετά τις υπερβάσεις του FBI στο περίφημο πρόγραμμα COINTELPRO  για την καταστολή  «ανατρεπτικών οργανώσεων» όπως οι περίφημοι  «Μαύροι Πάνθηρες» ) για την παρακολούθηση από την αστυνομία μη εγκληματικών οργανώσεων και δημοσίων γεγονότων.

Γ)  Τη δυνατότητα  παράτασης των περιόδων εξουσιοδότησης για μυστικές υποκλοπές ή παρακολούθηση του Διαδικτύου.

Δ) Την αφαίρεση της ιθαγενείας των ΗΠΑ από υπόπτους για τρομοκρατική δράση με απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα  (expatriation)  κ.α.

Πρόκειται λοιπόν εδώ για ένα πλαίσιο πιο συνεκτικό αλλά και  πιο έντονα στραμμένο προς ενδογενείς «απειλές» από ό,τι ο Πατριωτικός Νόμος Ι (προς πολίτες των ΗΠΑ, συνεργαζόμενους ή συμπαθούντες προς την διεθνή τρομοκρατία).

 

Είναι προφανές ότι οι ρυθμίσεις του δικαίου των ΗΠΑ υπήρξαν οι εντονότερες και οι πιο ακραίες από άποψη περιεχομένου, σε βαθμό ώστε να γίνεται λόγος για μία μορφή «δικαίου της ανάγκης» 4.  Όμως, η τάση αυτή έχει βρει ήδη  σημαντική ανταπόκριση και στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Τόσο στο επίπεδο της Ένωσης όσο και στο επίπεδο των εθνικών νομοθεσιών.

 

1.3.Ήδη, πριν από την 11η Σεπτεμβρίου,  η Επιτροπή, το Συμβούλιο Υπουργών και τα άλλα αρμόδια όργανα  της Ε.Ε. . είχαν αρχίσει να επεξεργάζονται μία απόφαση-πλαίσιο για την «καταπολέμηση της τρομοκρατίας» 5.Η  διαδικασία αυτή  επιταχύνθηκε μετά την 11-9-2001 έτσι ώστε τον Μάϊο του 2002 ετέθησαν από το Συμβούλιο Υπουργών δύο σχετικές Αποφάσεις-Πλαίσια , η Απόφαση Πλαίσιο για την «καταπολέμηση της τρομοκρατίας» , η οποία αποσκοπεί στην ενοποίηση του ουσιαστικού ποινικού δικαίου  στο πεδίο της τρομοκρατίας και το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης και Έκδοσης , το οποίο, πάντως,  αφορά το δίκαιο της έκδοσης μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε.  και έχει πολύ  ευρύτερο πεδίο εφαρμογής από την τρομοκρατία καθώς αναφέρεται και σε πολλές άλλες αξιόποινες πράξεις6.

 

Ιδίως , η απόφαση-πλαίσιο  για την εναρμόνιση του ουσιαστικού ποινικού  δικαίου αποκτά  ιδιαίτερο ενδιαφέρον ως προς την πρόσφατη ελληνική αντιτρομοκρατική νομοθεσία, αφού ο τελευταίος ν. 3251/2004 αποτελεί ουσιαστικά ένταξη του πλαισίου αυτού (όχι κύρωση, αφού δεν πρόκειται για Διεθνή Σύμβαση) στην ελληνική έννομη τάξη. Στην απόφαση – πλαίσιο αυτήν  επιχειρείται να δοθεί ένας κοινός για τα κράτη-μέλη της Ε.Ε.  ορισμός στο τρομοκρατικό αδίκημα. Βασικά του στοιχεία είναι :

Α) η τέλεση μιάς σειράς από απαριθμούμενα ποινικά αδικήματα, τα οποία πρέπει να τιμωρούνται ως τρομοκρατικά με μία ελάχιστη (κακουργηματική)   στάθμη  ποινών  Β) εφ’όσον διαπράττονται με σκοπό  i)  να εκφοβίσουν οι δράστες τους σοβαρά έναν πληθυσμό

  1. ii) να εξαναγκάσουν αδικαιολόγητα τις δημόσιες αρχές ή ένα διεθνή οργανισμό να εκτελέσουν οποιαδήποτε πράξη ή να απόσχουν από την εκτέλεσή της   iii) να αποσταθεροποιήσουν σοβαρά ή να καταστρέψουν τις θεμελιώδεις πολιτικές, συνταγματικές , οικονομικές ή κοινωνικές δομές μιάς χώρας ή ενός διεθνούς οργανισμού. 

Η συμπερίληψη στον κατάλογο των πράξεων και περιπτώσεων όπως η «κατάληψη μέσων μαζικής μεταφοράς», η «διαταραχή ή διακοπή του εφοδιασμού ύδατος , ηλεκτρικής ενέργειας ή κάθε άλλου φυσικού πόρου με αποτέλεσμα την έκθεση ανθρώπινων ζωών σε κίνδυνο» ή πάλι η «απειλή τέλεσης ενός εκ των προαναφερομένων εγκλημάτων» έθεσε το πρόβλημα ότι ως τέτοιες πράξεις θα μπορούσαν  να νοηθούν ακόμη και κάποιες συνδικαλιστικές ενέργειες. Το ζήτημα αυτό  λύθηκε κατ’ αρχήν με σχετική (αρνητική) ερμηνευτική δήλωση.  Όμως, αυτή η διάσταση αποτελεί απλώς επιμέρους όψη ενός πολύ ευρύτερου προβλήματος : η τόσο ευρεία οριοθέτηση του φάσματος των πράξεων αυτών-πολύ πέρα από τον στενό πυρήνα της πολιτικής τρομοκρατίας-  αντικειμενικά συνδέει το ζήτημα  της επαύξησης του κινδύνου και της κοινωνικής απαξίας της τέλεσης όχι πιά τόσο με το αντικειμενικό άδικο (την ίδια την  πράξη) αλλά με τον «ανατρεπτικό σκοπό» ως υπερχειλή όψη της υποκειμενικής της  υπόστασης 7. . Τίθεται λοιπόν   

το  ανησυχητικό ενδεχόμενο της εμφάνισης και εφαρμογής ποινικών  νομοθεσιών με έντονο το υποκειμενικό και φρονηματικό στοιχείο, η οποία μπορεί να παρεκκλίνει από τη θεμελιώδη  αρχή ότι το φιλελεύθερο Ποινικό Δίκαιο είναι δίκαιο της πράξεως και όχι της εγκληματικής προσωπικότητος (“Strafrecht der Tat, nicht des Taeters”)  . Αλλά και το ζήτημα αν η αντιτρομοκρατική νομοθεσία αποτελεί πλέον μία ειδική μορφή προστασίας του δημοκρατικού πολιτεύματος.

 

1.4. Στο πεδίο των εθνικών νομοθεσιών, σημειώθηκαν πολλά και σημαντικά βήματα.

Πρωταγωνιστικό ρόλο –μετά τις ΗΠΑ- διεδραμάτισε η Βρετανία. Τον Οκτώβριο

του 2001 (σχεδόν ταυτόχρονα προς τον Patriot Act) το βρετανικό κοινοβούλιο ενέκρινε νόμο περί  προσωρινής αναστολής της ισχυος του άρθρου 5  της Ε.Σ.Δ.Α. (εγγυήσεις της προσωπικής ελευθερίας και ασφαλείας). Η αιτιολόγηση αυτής της ρύθμισης στηρίχθηκε  ακριβώς στην συνδρομή μιάς διεθνούς «κατάστασης έκτακτης ανάγκης», προβλεπόμενης άλλωστε και από το άρθρο 15 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. ( το οποίο αναφέρεται στην δυνατότητα παρεκκλίσεως από τις διατάξεις της Σύμβασης σε «περίπτωση έκτακτης ανάγκης», δηλαδή σε περίπτωση «πολέμου ή άλλου δημοσίου κινδύνου που απειλεί την  ζωή του έθνους». Βάσει αυτής της ρυθμίσεως, κατέστη δυνατή η στέρηση της ελευθερίας (κράτηση)  πολλών ατόμων στην Βρετανία,είτε Βρετανών πολιτών είτε  κυρίως αλλοδαπών, για σημαντικά χρονικά διαστήματα χωρίς δίκη και χωρίς –σε πολλές περιπτώσεις- να έχει απαγγελθεί κατηγορία ή να έχει εκδοθεί ένταλμα προσωρινής κράτησης.  Παρατηρούμε ότι και εδώ, όπως και στον Πατριωτικό Νόμο,  εισήχθη μία μορφή ουσιαστικά  διοικητικής κράτησης.  .

Πιο πρόσφατα (2004) , η Βρετανία εισήγαγε και νεότερο νόμο, κατά τον οποίο

προβλέπεται για πρώτη φορά  ο κατ’οίκον περιορισμός «υπόπτων για τρομοκρατική δράση» ή η διαρκής ηλεκτρονική τους παρακολούθηση (με την μορφή των φερόμενων από το άτομο  «ηλεκτρονικών πομπών-δεκτών»  κλπ).

Αλλά και άλλα κράτη-μέλη της Ε.Ε. εισήγαγαν νέες ρυθμίσεις. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας εισήγαγε σε συνδυασμό και με την περίφημη  (παλαιότερη) διάταξη  του  άρθρου 129a   γερμ.Π.Κ. ( «ίδρυση και συμμετοχή τρομοκρατικής οργάνωσης»8),   τη νέα διάταξη 129b γερμ. Π.Κ. Η διάταξη αυτή αφορά ειδικά τη δίωξη οργανώσεων διεθνούς τρομοκρατίας ( του τύπου της Αλ Κάϊντα). Στην Γαλλία εισήχθη νέος νόμος για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας ( ο προηγούμενος είχε ψηφισθεί το 1986 επ αφορμή της δράσεως της “Action Directe” ), ο οποίος προκάλεσε έντονες αντιδράσεις  από νομικούς κύκλους αλλά και από την Ένωση των Δικαστικών Λειτουργών.

 

Στην Ελλάδα, ο ν. 2928/2001 εισήχθη τρεις μήνες  πριν από την 11η Σεπτεμβρίου (Ιούνιος 2001)..  Η επίσημη αιτιολόγηση της εισαγωγής του αφορούσε την καταπολέμηση του κοινού οργανωμένου εγκλήματος αλλά και τη  διευκόλυνση της  εξάρθρωσης της ενεργού ακόμη οργάνωσης «  Επαναστατική Οργάνωση  17 Νοέμβρη»  και τη δημιουργία κλίματος «ασφαλείας» εν όψει της τέλεσης των Ολυμπιακών Αγώνων το 2004.

 

H κύρια αντίθεση στην εισαγωγή του  εκκινούσε από το επιχείρημα ότι  η ήδη ισχύουσα νομοθεσία (οι διατάξεις του Π.Κ. ) ήταν επαρκής για την αντιμετώπιση του

οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας 9. Μία άλλη κριτική επικεντρώθηκε στο απρόσφορο και επικίνδυνο για τα θεμελιώδη δικαιώματα της κοινής ρύθμισης του «κοινού οργανωμένου εγκλήματος» και της πολιτικής τρομοκρατίας 10 .Κατά την άποψη αυτήν, ο νόμος  θα έπρεπε να ισχύσει μόνον για το κοινό οργανωμένο έγκλημα («τύπου μαφίας») και όχι για την πολιτική  τρομοκρατία, εγκληματικό φαινόμενο με προφανείς ιδιομορφίες και ως προς τα κίνητρα και ως προς τον modus operandi.

 

Ο ν. 2928/2001 υπήρξε το νομικό έρεισμα για τις δίκες της «17 Νοέμβρη» και του «Ε.Λ.Α. » .Οι κατηγορούμενοι διώχθηκαν κατ’ αρχήν βάσει της συμμετοχής τους σε  «εγκληματική οργάνωση» του νέου 187 Π.Κ. (άρθρο 1 ν. 2928/2001) σε συνδυασμό και με τη συμμετοχή τους σε επιμέρους τρομοκρατικές ενέργειες. Παρά το ότι η δράση των οργανώσεων αυτών είχε αρχίσει πολύ πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 2928/2001 και κατά κανόνα  κατά την ισχύ πλημμεληματικών μορφών της εγκληματικής οργάνωσης , και κατά την διάρκεια της ένωσης είχαν ισχύσει διαδοχικοί νόμοι, άλλοι με πλημμεληματική και άλλοι με κακουργηματική μορφή της εγκληματικής οργάνωσης, έγινε δεκτό από τα αρμόδια δικαστήρια ότι οι πράξεις θα υπήγοντο στην ισχύ του νόμου αυτού βάσει της πάγιας νομολογίας του Αρείου Πάγου για τα διαρκή εγκλήματα11.

Συμπληρωματικό διαδικαστικό χαρακτήρα στην οργάνωση των δικών είχαν και ορισμένες  διατάξεις του ν. 3090/2002, ο οποίος ψηφίσθηκε τρεις μήνες πριν από την έναρξη της δίκης της «17 Νοέμβρη».

Διαρκούσης της πρωτόδικης δίκης για την υπόθεση Ε.Λ.Α. (καλοκαίρι 2004 ) εισήχθη και ψηφίσθηκε  ο ν. 3251/2004.Το νομοθέτημα αυτό αφορά μόνον τις οργανώσεις της πολιτικής και τρομοκρατίας και μεταφέρει αυτούσιο το κείμενο της απόφασης-πλαίσιο της Ε.Ε. για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας ως προς τον ορισμό της τρομοκρατίας (και  της απόφασης-πλαίσιο για το ένταλμα έκδοσης, η οποία δεν θα μας απασχολήσει εδώ). . Εισάγει μία διάταξη 187Α Π.Κ, η οποία αφορά πλέον μόνον τις (πολιτικές)  τρομοκρατικές οργανώσεις, ενώ η διάταξη του άρθρου 187 Π.Κ. (όπως είχε τεθεί από το άρθρο 1 ν. 2928/2001) αφορά πιά αποκλειστικά το κοινό οργανωμένο έγκλημα. . Επίσης εισάγει την ειδική ποινική ευθύνη του αρχηγού της τρομοκρατικής οργάνωσης (κατά το πρότυπο της γερμανικής νομοθεσίας) και ειδική παραγραφή 30 ετών για τα τρομοκρατικά αδικήματα (έναντι των 15 ή 20 ετών των κανονικών κακουργημάτων).

 

Κατά τη συζήτησή του σχεδίου νόμου η αξιωματική αντιπολίτευση αντέτεινε  τη ριζική αντίθεσή της  όχι στην ουσία  αναγκαστικά  της ευρωπαικής Απόφασης-Πλαισίου  αλλά στην ειδικότερη  μεταφορά  και ένταξή της στο εσωτερικό δίκαιο. Κατά την άποψή της, η πλειοψηφία διέθετε σημαντική  ευχέρεια ως προς τον τρόπο μεταφοράς της Απόφασης  και το επιλεγέν  περιεχόμενο του σχετικού νόμου (με δεδομένο και το μη συμβατικό χαρακτήρα της Απόφασης-Πλαισίου.

 

 

1.5. Η ειδική προβληματική των δύο πρόσφατων αντιτρομοκρατικών νόμων (αλλά και όλων των ειδικών αντιτρομοκρατικών νόμων)  αναφέρεται σαφώς στην ανάγκη μιάς νέας ιεράρχησης στη σχέση ασφαλείας και ελευθερίας, όπου το έννομο αγαθό της ασφαλείας θα αποκτά υπό τις παρούσες συνθήκες της (διεθνούς ή εγχώριας) τρομοκρατικής δράσης μεγαλύτερο ειδικό βάρος απέναντι στην ελευθερία των πολιτών και ιδίως την ελευθερία του εκάστοτε κατηγορουμένου για τρομοκρατική δράση.  Ως ασφάλεια νοείται τόσο η προστασία ενός πλέγματος θεμελιωδών  δικαιωμάτων και εννόμων αγαθών των πολιτών

( δικαίωμα στη ζωή, δικαίωμα στη σωματική ακεραιότητα, στην προσωπική ελευθερία κλπ)  έναντι των τρομοκρατικών ενεργειών όσο και η προστασία της δημοσίας τάξεως ( ως μιάς κατάστασης ισχύος του νόμου και διατήρησης  προστατευτικής ασπίδας υπέρ των παραπάνω εννόμων αγαθών των πολιτών12)  και του ίδιου του δημοκρατικού πολιτεύματος, αφού η τρομοκρατική δράση, ακόμη και όταν δεν βάλλει ευθέως κατά του τελευταίου, προετοιμάζει μία κατάσταση αδυναμίας και αποσταθεροποίησης των θεσμών του (όπως άλλωστε δέχεται και το γράμμα πιά του ν. 3251/2004 ). Συγκροτείται λοιπόν μία τριμερής θεματοποίηση της «ασφαλείας» ως προστατευόμενου εννόμου αγαθού (ιδιωτικά έννομα αγαθά, δημόσια τάξη, πολίτευμα) 13. . Μήπως όμως θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι η ασφάλεια συνιστά και αυτοτελές θεμελιώδες δικαίωμα, όπως εσχάτως

υποστηρίζεται 14 ;  (βλ και εισηγητικές εκθέσεις των δύο αντιτρομοκρατικών νόμων )

Στο ζήτημα αυτό δεν θα υπεισέλθουμε στο πλαίσιο αυτής της μελέτης.  Απλώς, θα θέσουμε δύο ερωτήματα προς διερεύνηση.  Το πρώτο αφορά στη σκοπιμότητα συνυπολογισμού, κάλυψης και υπαγωγής  πολλών διαφορετικών δικαιωμάτων και εννόμων αγαθών κάτω από την προστατευτική ομπρέλλα της «ασφαλείας». Τι περισσότερο παρέχει στο επίπεδο της άρτιας προστασίας  η συναρμογή τους στο δικαίωμα της ασφαλείας πέραν από την ιδεολογική συμπύκνωση της ειδικής αντιτρομοκρατικής θωράκισης και την  αμφίβολης αξίας επίκληση του «προστατευτικού» κράτους ;

Το δεύτερο αφορά στη σύνδεση αυτού του «δικαιώματος ασφαλείας» με το δικαίωμα στην «ασφάλεια» των Διακηρύξεων  της Γαλλικής και της Αμερικάνικης Επανάστασης και εν γένει των κειμένων του κλασσικού συνταγματισμού. Το δικαίωμα εκείνο αναφερόταν κατά κύριο λόγο  στην προσωπική ασφάλεια του ατόμου έναντι του κράτους.Ήταν αμυντικό δικαίωμα ,  επιταγή αποχής (κατ’ αναλογίαν,  το δικαίωμα στην προσωπική ασφάλεια του ισχύοντος Συντάγματος, κατά άρθρο 5 παρ. 3 και 6 Συντ.).   . Αντιθέτως, το επικαλούμενο σήμερα «δικαίωμα στην ασφάλεια» είναι δικαίωμα προστασίας απέναντι σε ιδιωτικές προσβολές, το οποίο καλείται να προασπίσει  με θετικά μέτρα η κρατική θωράκιση. Πρόκειται λοιπόν για την οριζόντια- τριτενεργό ισχύ του κανονιστικού περιεχομένου   ενός ατομικού  δικαιώματος και ίσως περαιτέρω για τη συγκρότηση ενός διακριτού   δικαιώματος προς παροχή : ενός κοινωνικού δικαιώματος στο περισσότερο κράτος υπό την έννοια της δημόσιας τάξης και της αποτροπής του εγκλήματος . Αν αυτό το αίτημα υπήρξε ο γενεσιουργός λόγος του απολυταρχικού κράτους ( κατά τη λογική λ.χ. του  Χομπς ) δεν είναι βέβαιο ότι καθορίζει ταυτοχρόνως και το περιεχόμενο της «ασφαλείας» στις Διακηρύξεις των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Και αν δεχθούμε ότι τα επιμέρους δικαιώματα (ζωή, ελευθερία κλπ) σαφώς τριτενενεργούν έναντι των ιδιωτικών προσβολών, δεν είναι αμέσως και λογικώς επόμενο να δεχθούμε και την οριζόντια ισχύ του δικαιώματος στην ασφάλεια.

 

H επαύξηση και ενίσχυση των περιοριστικών ρυθμίσεων κατευθύνεται   προς την επίτευξη μεγαλύτερης ευελιξίας και «αποτελεσματικότητας» στη δράση των οργάνων της εκτελεστικής εξουσίας αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις και της δικαστικής εξουσίας (ιδίως του ανακριτή). Στη λογική αυτήν ενυπάρχει η σκέψη ότι η απεριόριστη και απόλυτη απόλαυση ορισμένων ατομικών δικαιωμάτων στο πεδίο είτε της προσωπικής ασφαλείας είτε της   ελευθερίας έκφρασης είτε κυρίως της δικαστικής ακρόασης και υπεράσπισης του κατηγορουμένου οδηγεί στην αντικειμενική ενδυνάμωση των τρομοκρατών και στη διευκόλυνση της δράσης τους.  Πέρα όμως από αυτή τη γενική κατεύθυνση, οι νομοθεσίες της «πρώτης γενεάς»  (1970-1985) διαφέρουν στις ιεραρχήσεις και τα μέσα που επέλεξαν από τις τρέχουσες νομοθεσίες  της «δεύτερης γενεάς». Οι παλαιότεροι νόμοι  ( στην Ελλάδα οι ν. 774/1978 και 1916/1990 αντιστοιχούσαν στη λογική της «πρώτης γενεάς») ήταν κυρίως νόμοι ουσιαστικού ποινικού δικαίου. Τυποποιούσαν μία ειδική μορφή εγκληματικής οργάνωσης («τρομοκρατική» στον ν. 774/1978, «εγκληματική» στον ν. 1916/1990) ως κακούργημα και επαύξαιναν το αξιόποινο των επιμέρους «τρομοκρατικών αδικημάτων», εφ’όσον αυτά τελούνταν σε συνάφεια με την οργάνωση αυτήν και από τα μέλη της ( διακεκριμένες μορφές των αδικημάτων).

Σε συνάρτηση με το αδίκημα  της τρομοκρατικής οργάνωσης και τα συναφή προς αυτό εισήγοντο και ορισμένες μορφές «ηπιότερης»  συμμετοχής στην  τρομοκρατική δράση ( εγκωμιασμός, υποστήριξη, χρηματοδότηση, εφοδιασμός κλπ ) καθώς, δευτερευόντως, και ορισμένες δικονομικές ρυθμίσεις (επίσπευση της ανακρίσεως, παραπομπή χωρίς ένδικα μέσα κατά του βουλεύματος, επέκταση  του χρόνου αυτοφώρου ειδικά στον ν. 1916/1990, δυνατότητα περιορισμού των υπερασπιστικών δικαιωμάτων κατηγορουμένου στον ν. 1916/1990 (άρθρο 10 ) ).

Ο ν. 1916/1990 περιέλαβε και την περίφημη διάταξη περί ποινικής ευθύνης των εκδοτών (άρθρο 6 ) για την περίπτωση δημοσίευσης των προκηρύξεων εγκληματικών οργανώσεων, η οποία όχι απλώς προκάλεσε έντονες επικρίσεις ως προς την αναλογικότητα της ρύθμισης αλλά και υπονόμευσε καθοριστικά  την κοινωνική νομιμοποίηση του νόμου μετά το  επεισόδιο της καταδίκης και βραχείας φυλάκισης των εκδοτών το 1991. .

Αντιθέτως, οι νόμοι της «δεύτερης γενεάς» δίδουν πλέον την έμφαση όχι τόσο στην τυποποίηση του βασικού αδικήματος  ( 187 Π.Κ. κατά τη διάταξη άρθρου 1 ν. 2928/2001) όσο στα δικονομικά και ανακριτικά μέτρα κατά την προδικασία , τα οποία συνοδεύουν το αδίκημα αυτό και τα συναφή προς αυτό 14α. Ειδικότερα, ο ν. 2928/2001  και ο νεότερος ν. 3251/2004 προβλέπουν  κατόπιν ειδικά αιτιολογημένου εντάλματος α) την ανακριτική διείσδυση στην εγκληματική οργάνωση β) τον έλεγχο των μεταφορών γ) την άρση του απορρήτου δ) την καταγραφή δραστηριότητος ή άλλων γεγονότων εκτός κατοικίας με συσκευές εικόνας και ήχου ή άλλα ειδικά τεχνικά μέσα ε) την συσχέτιση ή συνδυασμό δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατ’ εξαίρεση του ν. 2472/1997 ( άρθρο 253Α   Κ.Π.Δ. )

Τα μέτρα αυτά λαμβάνονται εφ’οσον α) προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ότι έχει τελεσθεί αξιόποινη πράξη των παρ. 1 και 2του άρθρου 187 Π.Κ. και β) αν η εξάρθρωση της εγκληματικής οργάνωσης είναι διαφορετικά αδύνατη ή ιδιαιτέρως δυσχερής . Στην κατηγορία των ανακριτικών μέτρων εντάσσεται και η λήψη DNA από τον κατηγορούμενο (άρθρο 200Α Κ.Π.Δ. ) , η οποία «περιορίζεται στα δεδομένα που είναι απολύτως αναγκαία για τη διαπίστωση της ταυτότητας του δράστη». Πάντως, το τελευταίο μέτρο δεν είναι πλέον  εξίσου σημαντικό, αφού η λήψη αυτή δεν είναι υποχρεωτική αλλα ζητείται από τον ίδιο τον κατηγορούμενο για τις ανάγκες της υπερασπίσεώς του  –στη μορφή της διάταξης , η οποία τελικά περιελήφθη στο νόμο.

 

1.6.  Όσον αφορά την τυποποίηση του βασικού αδικήματος,  της «οργάνωσης»  (187 ΠΚ και 187Α ΠΚ του ν. 3251/2004),   η σχέση  έντασης μεταξύ ασφαλείας και ελευθερίας οριοθετείται βασικά  στο κανονιστικό πεδίο του άρθρου 7 παρ. 1 Συντ.(αρχή νομιμότητος των ποινών, nullum crimen sine lege certa ) αλλά και στο πεδίο της αρχής της αναλογικότητος. ( ήδη άρθρο 25 παρ. 1 Συντ. μετά την αναθεώρηση του 2001).

Το αδίκημα αυτό παραμένει ένα αδίκημα αφηρημένης διακινδύνευσης στον ν. 2928/2001, όπως ακριβώς τυποποιείτο και στους ν. 774/1978 και 1916/1990. Ακόμη και αν θεωρηθεί υπό το πρίσμα της προληπτικής προστασίας της δημοσίας τάξεως έναντι οργανωμένων εγκληματιών   με διαρκή δομή και δράση,   ότι είναι σκόπιμη η αναγωγή της οργάνωσης σε κακουργηματική μορφή και ότι ακόμη  είναι αναγκαία μία ορισμένη ευκαμψία της αντικειμενικής υποστάσεως ώστε να μπορεί να επέμβει η κρατική εξουσία εγκαίρως και αποτελεσματικά, οι διατάξεις αυτές δεν συμβαδίζουν ικανοποιητικά με τους τεθειμένους από τη θεωρία του δημοσίου δικαίου ( και του ουσιαστικού ποινικού δικαίου)  περιορισμούς των περιορισμών.

Η  σημαντική επαύξηση του αξιοποίνου επιτάσσει ειδικότερο και σαφέστερο  ορισμό της αξιόποινης πράξης15 και συγκεκριμενοποίηση του κινδύνου , τον οποίο διατρέχει η δημόσια τάξη (σε συνδυασμό και με την αρχή της αναλογικότητος) . Υπό αυτό το πρίσμα είναι εύλογη η σκέψη ότι η κακουργηματική μορφή του άρθρου 187 Π.Κ. θα έπρεπε να εμπεριέχει στην αντικειμενική υπόσταση  και δείκτες συγκεκριμένου κινδύνου για τη δημόσια τάξη όπως π.χ. η ύπαρξη όπλων και πάντως πρόσφορου εξοπλισμού/εφοδιασμού  της ομάδος και η ύπαρξη σχεδίου, τείνοντος προς συγκεκριμένα υλικά αντικείμενα/ στόχους 16.  Στην περίπτωση  της ιδιαίτερα φορτισμένης υποκειμενικά υποστάσεως του ν. 3251/2004 («τρομοκρατική οργάνωση») , η απουσία αυτών των δεικτών ενισχύει ακόμη περισσότερο το ανησυχητικό ενδεχόμενο της ποινικοποίησης φρονηματικών εκδηλώσεων.

 

1.7. Το ζήτημα των ειδικών ανακριτικών μέτρων εισάγει πολύ σημαντικούς περιορισμούς των ατομικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου.Και μάλιστα όχι μόνον του δικαιώματος ακρόασης-υπεράσπισης (όπως εν μέρει στον ν. 1916/1990) αλλά και  του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή (άρθρο 9 παρ. 1 εδ. β’ Συντ.), του απορρήτου των επικοινωνιών (άρθρο 19 Συντ.), του δικαιώματος στην προστασία των προσωπικών δεδομένων (άρθρο 9Α Συντ.), κα..

Τα μέτρα αυτά προβλέπονταν για συγκεκριμένες κατηγορίες κακουργημάτων (ιδίως το εμπόριο ναρκωτικών ) και σε προγενέστερους νόμους. Πλην όμως, η δυνητικά σωρευτική τους πρόβλεψη στον ν. 2928/2001- παρά τη συνδρομή της  δικαστικής εγγύησης-και η ασάφεια ως προς τις προϋποθέσεις εφαρμογής τους (αν θεωρηθεί ότι η «δυσχερής εξάρθρωση» λειτουργεί ως διαζευκτική προϋπόθεση, τα μέτρα μπορούν να εφαρμοσθούν και σε «υπόπτους» και όχι μόνον σε ήδη κατηγορουμένους)  θέτει το ζήτημα της διαμόρφωσης ενός κλίματος χαλάρωσης της δέσμευσης των διωκτικών αρχών από τις εγγυήσεις αλλά και από την ιδεολογία του κράτους δικαίου , εν ολίγοις, ενός παραβασιογόνου και καταχρησιογόνου  κλίματος. Η προληπτική λ.χ. λειτουργία των ανακριτικών αυτών μέτρων θα μπορούσε να οδηγήσει στην περίπτωση της λεγόμενης «ανακριτικής διεισδύσεως» στην παρακολούθηση οργανώσεων μη εγκληματικών με ριζοσπαστική και αμφισβητησιακή κοινωνικά ιδεολογία και πρακτική. Χωρίς μάλιστα, οι ενδιαφερόμενοι να λαμβάνουν γνώση και να μπορούν να ζητήσουν δικαστική προστασία κατά της παραβίασης δικαιωμάτων τους, με αποτέλεσμα να μένουν ανυπεράσπιστοι έναντι της αυθαιρεσίας. Η συνδρομή της δικαστικής εγγύησης στη λήψη των «προληπτικών» ανακριτικών μέτρων δεν πετυχαίνει πάντοτε να θέσει ικανοποιητικά όρια, όταν τα δεδομένα που παρουσιάζονται στον αρμόδιο δικαστικό σχηματισμό  από τις διωκτικές αρχές είναι συχνά μονομερή και υποβολιμαία και χωρίς , βεβαίως, τη δυνατότητα αντίκρουσής τους. .

 

1.8. Οι ν. 2928/2001 και 3251/2004 ορίζουν ως αρμόδια για την εκδίκαση των

τρομοκρατικών αδικημάτων (του 187 και 187Α  Π.Κ.και των συναφών προς αυτά επιμέρους τρομοκρατικών ενεργειών) τα Τριμελή Εφετεία Κακουργημάτων ( 111 παρ. 5 Κ.Π.Δ. όπως ισχύει μετά τον ν. 2928/2001). Στο σημείο αυτό ακολουθείται βασικά η γραμμή των ν. 774/1978 και 1916/1990, με τη διαφορά ότι τα νομοθετήματα αυτά  όριζαν ως αρμόδια τα Πενταμελή Εφετεία στον πρώτο βαθμό.

Διασπάται έτσι η βασική δωσιδικία των Μικτών Ορκωτών Δικαστηρίων για τα κακουργήματα αλλά και για τα πολιτικά αδικήματα ( 97 παρ. 1 Συντ.) . Η ειδική

δωσιδικία για  ορισμένες κατηγορίες αδικημάτων, οριζόμενες βεβαίως κατά γενικό και αφηρημένο τρόπο, είναι συνταγματικώς ανεκτή κατά τη διάταξη του άρθρου 97 παρ. 2 εδ. β’ Συντ. 17. Στο βαθμό όμως που πλέον μία ευρύτατη  ομαδοποίηση κακουργημάτων βάσει των άνω νόμων  (εφ’οσον διαπράττονται από την εγκληματική ή την τρομοκρατική οργάνωση) εκφεύγει από τη βασική δωσιδικία των Μικτών Ορκωτών Δικαστηρίων  και ο κανόνας μετατρέπεται σε εξαίρεση, μπορεί να σκεφθεί κανείς ότι έχουμε απέναντί μας αν όχι αναγκαστικά  ευθεία παραβίαση της συνταγματικής διάταξης  πάντως μία μορφή «καταστρατήγησης» και «ανενέργειας»  αυτής, αφού σταδιακά μένει χωρίς υπαρκτό πεδίο εφαρμογής. Ενδεχομένως δε, βλάπτεται και το δικαίωμα του κατηγορουμένου στο φυσικό του δικαστή μέσα από την «καταχρηστική» αυτή συμπεριφορά του νομοθέτη.

 

Ένα διακριτό ζήτημα είναι αυτό του χαρακτήρα των αδικημάτων αυτών ως πολιτικών εγκλημάτων ή μη. Στο σημείο αυτό το Σύνταγμα (αντίθετα προς τα κακουργήματα ) δεν επιτρέπει παρέκκλιση και κατ’ εξαίρεση δωσιδικία  : ο χαρακτήρας των αδικημάτων αυτών ως πολιτικών θα καθιστούσε αντισυνταγματική την τροποποίηση της δωσιδικίας  και θα επέτασσε την κατά παραπομπή  υπαγωγή τους στα Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια.

 

Το ζήτημα αυτό πρυτάνευσε στις  ενστάσεις  κατά της κατηγορίας, οι οποίες προτάθηκαν κατά τις δίκες της «17 Νοέμβρη» και του «Ε.Λ.Α.» από την πλευρά των συνηγόρων υπεράσπισης. . Ειδικότερα, το δικαστήριο Α) είτε θα συντασσόταν με την κυρίαρχη από δεκαετίες  στη νομολογία του Αρείου Πάγου «στενή αντικειμενική θεωρία» ( πρβλ. ενδεικτικά  και τις αποφάσεις    ΑΠ 890/1976 στην υπόθεση έκδοσης του Ρ. Πόλε, σε Ποινικά Χρονικά  1977, σελ. 319 επ., ΑΠ 1260/1987 στην υπόθεση έκδοσης του Μ. Φολλίνι, σε Νομικό Βήμα 1987, σελ. 1452 επ., ΑΠ 820/1989 στην υπόθεση Ρασίντ σε ΠΧ 1990, σελ. 183 επ., ΑΠ 362/1995 σε Υπεράσπιση 1996, σελ. 487 επ., ΑΠ 1137/1998 σε ΠΧ ΜΘ, σελ. 655 επ. κ.α., όλες σε περιπτώσεις εκδόσεως αλλοδαπών πολιτών  στην αλλοδαπή) κατά την οποία τότε μόνο θα έχουμε πολιτικό έγκλημα όταν η πράξη βάλλει ευθέως και αμέσως κατά της συνταγματικής τάξης επιδιώκοντας την άμεση  ανατροπή της (ουσιαστικά αυτό θα συμβαίνει μόνο στις περιπτώσεις εξέγερσης/επανάστασης εκ των κάτω  ή στρατιωτικού πραξικοπήματος εκ των άνω )  . Β) είτε θα επιχειρούσε μία «στροφή» στην υπάρχουσα ποινική  νομολογία αποδεχόμενο τον πολιτικό χαρακτήρα των αδικημάτων. Θα μπορούσε να το κάνει αυτό προσφεύγοντας είτε στις υποκειμενικές θεωρίες ( στα κίνητρα του εγκληματία) και στη συναφή με αυτές  «θεωρία του πολιτικού εγκληματία» 18 είτε σε μία μορφή μικτής θεωρίας, η οποία θα συνεδύαζε τη στενή υποκειμενική θεωρία (επιδίωξη  στρατηγική ανατροπής του πολιτεύματος ) με την ευρεία αντικειμενική θεωρία ( προσβολή κρατικού εννόμου αγαθού τη ευρεία εννοία, όπως  η δημόσια τάξη, η πολιτειακή εξουσία κλπ). Τόσο στα σχετικά παραπεμπτικά βουλεύματα του Συμβουλίου Εφετών  ( αρ.  2869/2002 για τη «17 Νοέμβρη», αρ. 2994/2003 και 1714/2003 για τον «Ε.Λ.Α.» ) όσο και στις μη οριστικές αποφάσεις των Δικαστηρίων επί των ενστάσεων της υπεράσπισης επελέγη ο πρώτος δρόμος και τα Δικαστήρια συντάχθηκαν με την κυρίαρχη γραμμή της «στενής αντικειμενικής θεωρίας». Ως εκ του αποτελέσματος, η διάταξη για τα πολιτικά αδικήματα κινδυνεύει να μείνει μία διάταξη απολύτως οριακή χωρίς πραγματικό πεδίο εφαρμογής και χωρίς ενεργό κανονιστικό περιεχόμενο 19.  Ένα άνευ σημασίας  κατάλοιπο παλαιών «ανώμαλών» περιόδων, όπως  χαρακτηριστικά διατυπώθηκε από απόψεις απορριπτικές του χαρακτήρα της τρομοκρατίας ως πολιτικού εγκλήματος.  Υπάρχουν όμως διατάξεις του Συντάγματος, οι οποίες αποτελούν απλώς «κατάλοιπα» χωρίς κανονιστικό χαρακτήρα ;

 

Συμπληρωματικό ζήτημα προς αυτό της αρμοδιότητος των Τριμελών Εφετείων Κακουργημάτων ήταν αυτό του ειδικού  καθορισμού των δικαστικών συνθέσεων κατά τη διάταξη άρθρου  11 παρ. 2   ν. 3090/2002, το οποίο προσέθετε την  παράγραφο 7Α στο άρθρο 17 του Οργανισμού Δικαστηρίων (ν. 1756/1988) περί κληρώσεως των συνθέσεων  : στις δίκες όπου προεβλέπετο ότι θα κρατήσουν επί μακρόν  στο τριμελές εφετείο κακουργημάτων η κλήρωση θα διεξαγόταν μεταξύ ενός μικρότερου καταλόγου εφετών και προέδρων εφετών, ο οποίος θα διαμορφωνόταν με απόφαση της ολομελείας των εφετών του οικείου δικαστηρίου σε αριθμό πολλαπλάσιο της συνθέσεως. Δεδομένου ότι τα κριτήρια της προεπιλογής δεν αναφέρονταν με σαφήνεια στο νόμο, ετέθη από την υπεράσπιση των κατηγορουμένων  το ζήτημα ότι μπορούσαν δυνάμει να παρεισφρύσουν παράγοντες μεροληψίας κατά την οριοθέτηση αυτού του στενότερου φάσματος δικαστών και, άρα, θα ετίθετο σε αμφιβολία  ο αμερόληπτος καθορισμός της σύνθεσης εν όψει της αρχής του φυσικού δικαστή. Το δικαστήριο (και στις δύο υποθέσεις) απέρριψε την ένσταση κρίνοντας ότι  έχει συγκροτηθεί εκ του νόμου  με γενικά και αφηρημένα κριτήρια προ της δίκης και ότι ο ειδικός τρόπος καθορισμού της σύνθεσης  δεν επιδρά επί της αρχής  του φυσικού δικαστή κατά το άρθρο 8 Συντ. .

 

1.9. Ο ίδιος ν. 3090/2002 προέβλεψε ( άρθρο 8 ) τον αποκλεισμό της έμμεσης δημοσιότητας της δίκης ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου  (  της ολικής ή μερικής μετάδοσης από την τηλεόραση ή το ραδιόφωνο καθώς και της κινηματογράφησης και μαγνητοσκόπησης της δίκης) .Κατ’ εξαίρεση το δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει αυτές τις ενέργειες , εφ’όσον συναινούν ο εισαγγελέας και οι διάδικοι και συντρέχει ουσιώδες δημόσιο συμφέρον. Αντιστρεφόταν έτσι η προγενέστερη ρύθμιση του ν. 2172/1993, κατά την οποία ο κανόνας ήταν η ελεύθερη αναμετάδοση των δικών και η εξαίρεση η απαγόρευσή της, αν το ζητούσε ειδικά ο κατηγορούμενος.

 

Η ρύθμιση αυτή αφορούσε όλες τις δίκες και όχι μόνο εκείνες των υποθέσεων τρομοκρατίας. Παρ’όλα αυτά, τα ΜΜΕ έκριναν πολύ γρήγορα ότι η θέσπισή της

λίγο πριν από μία δίκη με μεγάλο δημόσιο ενδιαφέρον (αυτήν της «17

Νοέμβρη» ) αποσκοπούσε κυρίως στην οργάνωση αυτής της δίκης και στον έλεγχο της  πληροφόρησης ως προς αυτήν. Άλλωστε, επισημάνθηκε από κάποιες πλευρές  το ανακόλουθο της θέσπισης αυτής της ρύθμισης, λίγους μήνες αφ’ότου η τηλεόραση είχε παρακολουθήσει εξαντλητικά και σε βάρος -σε ορισμένες περιπτώσεις- του δικαιώματος προσωπικότητος των κατηγορουμένων όλη την προδικασία της υπόθεσης «17 Νοέμβρη» και τις συνεχείς μεταφορές των κατηγορουμένων με αλεξίσφαιρα γιλέκα από τη Γενική Ασφάλεια στον ανακριτή ή στη φυλακή.

Αλλά και η επέκταση πλέον με ιστορικούς όρους της έννοιας της δημοσιότητος της δίκης, ώστε αυτή να μην μπορεί να καλυφθεί μόνο από την άμεση δημοσιότητα.

 

Επί των σχετικών ενστάσεων της υπεράσπισης ότι με τη διάταξη αυτήν παραβιάζονται τόσο η αρχή της δημοσιότητας της δίκης ως εγγύηση του ατομικού  δικαιώματος υπεράσπισης αλλά και ως θεσμική εγγύηση της «δίκαιης δίκης»

( άρθρο 93 παρ. 2 Συντ. όπου και οι σχετικές εξαιρέσεις)  όσο και το δικαίωμα των πολιτών στην πληροφόρηση κατά το άρθρο 5Α Συντ. το δικαστήριο (και στις δύο υποθέσεις) απάντησε αρνητικά θεωρώντας ότι το Σύνταγμα επιτάσσει μόνο την άμεση δημοσιότητα της δίκης , δηλαδή την άμεση πρόσβαση του κοινού στην αίθουσα του δικαστηρίου, η δε ρύθμιση της έμμεσης είναι στην απόλυτη ευχέρεια του νομοθέτη. Όσον αφορά δε το δικαίωμα πληροφόρησης, επικαλέσθηκε το μη ανεπιφύλακτο αυτού και τη δυνατότητα θέσπισης περιορισμών κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 5Α.

 

 

  1. Το ζήτημα των ειδικών συνθηκών κράτησης κατά την περίοδο 2002-2003

 

Από την έναρξη της προσωρινής κράτησης των κατηγορουμένων της υπόθεσης «17 Νοέμβρη» ( Ιούλιος, Αύγουστος 2002) άρχισε να τίθεται το ζήτημα της κράτησής τους κάτω από ειδικές συνθήκες, διάφορες από αυτές των προφυλακισμένων για τα κοινά ποινικά αδικήματα.  Ελήφθησαν στην περίπτωσή τους ειδικά μέτρα ασφαλείας, τα οποία αποτέλεσαν μία μορφή ειδικού καθεστώτος κράτησης. Συγκεκριμένα, κατά το πρώτο διάστημα, οι κατηγορούμενοι κρατούνταν σε ατομικά κελλιά, δεν είχαν  δικαίωμα επικοινωνίας μεταξύ τους, προαυλίζονταν ατομικά και όχι μεταξύ τους ή μαζί με άλλους κρατούμενους και είχαν σχετικά περιορισμένη χρονικά δυνατότητα επικοινωνίας με τους συνηγόρους και συγγενείς τους. Σχετικά, διατυπώθηκαν διαμαρτυρίες και διαβήματα εκ μέρους  οργανώσεων για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

 

Το ειδικό αυτό καθεστώς- το οποίο άρχισε να υποχωρεί μικρό διάστημα πριν από την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας αιτιολογήθηκε με βάση τις ειδικές ανάγκες ασφαλείας, την εκτίμηση δηλαδή ότι η απεριόριση επικοινωνία μεταξύ των κρατουμένων θα διευκόλυνε την «παράταση» της ζωής της τρομοκρατικής οργάνωσης μέσα στη φυλακή, την απόκρυψη στοιχείων από την παρατεινόμενη ανάκριση και την ενδεχόμενη επικοινωνία με ελεύθερα μέλη της οργάνωσης.Επίσης, σε ορισμένες περιπτώσεις επιβλήθηκε λόγω ανακοινώσεων προς τα έξω κάποιων κρατουμένων η πειθαρχική ποινή της (ολιγοήμερης) απαγόρευσης κάθε επικοινωνίας με τον έξω κόσμο (περίπτωση του Αλέξανδρου Γιωτόπουλου).

  Όμως, το ειδικό αυτό καθεστώς δεν στηριζόταν στο νόμο, είχε έναν de facto χαρακτήρα20. Ο Σωφρονιστικός Κώδικας δεν περιέχει διατάξεις ειδικής σωφρονιστικής  μεταχείρισης των κατηγορουμένων βάσει του ν. 2928/2001  αλλά ούτε και ο ίδιος ο ν. 2928/2001. Ούτε υπήρξε διάταξη τεθείσα κατ’ εξουσιοδότηση του Σ.Κ. στο πεδίο αυτό.  Οι υπαρκτοί διαχωρισμοί των άρθρων 11-16 του Σ.Κ. αφορούν άλλες κατηγορίες κρατουμένων και πάντως δεν εισάγουν δυσμενή διάκριση ως προς το ζήτημα της επικοινωνίας με τον συνήγορο ή τρίτους.  Ούτε είναι δυνατό να επιβληθεί στέρηση δικαιωμάτων , τεθειμένων από το Σύνταγμα  (άρθρο 20 παρ. 1) ή την Ε.Σ.Δ.Α. (άρθρο 6 παρ. 3, εδ. β’ και γ’  ) υπό τη μορφή πειθαρχικής ποινής.

 

Το ζήτημα της ειδικής μεταχείρισης των κρατουμένων ως μελών τρομοκρατικών οργανώσεων, ιδίως των υποδίκων, αλλά και του περιορισμού των υπερασπιστικών δικαιωμάτων τους  έχει απασχολήσει συστηματικά το Ε.Δ.Δ.Α. είτε υπό το πρίσμα του δικαιώματος στη «δίκαιη δίκη» (άρθρο 6 Ε.Σ.Δ.Α.) είτε υπό το πρίσμα της απαγόρευσης των  βασανιστηρίων και κάθε απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ( άρθρο 3 Ε.Σ.Δ.Α.) 21.  Ιδίως το ζήτημα της απομόνωσης και της μη επικοινωνίας με τον συνήγορο ή τους οικείους έχει αποτελέσει αντικείμενο κρίσης σε αρκετές περιπτώσεις, αν και όχι πάντοτε προς τη γραμμή της ασυμβατότητας με την Ε.Σ.Δ.Α.

 

 

  1. Όψεις των δικών της πολιτικής τρομοκρατίας και ερωτήματα ως προς το δίκαιο χαρακτήρα τους

 

   Το πρόβλημα της άμεσης εφαρμογής των αντιτρομοκρατικών νόμων και της εξέτασης της συνταγματικότητας των διατάξεών τους  στις υπό εξέταση δίκες είναι η μία μόνο όψη τους. Η άλλη όψη αφορά το όλο πλαίσιο λειτουργίας της κατηγορούσας αρχής αλλά εν μέρει και του ίδιου του δικαστηρίου υπό το βάρος της «σκοπιμότητας» να επιτευχθεί ή πάντως να καταδειχθεί η «εξάρθρωση της τρομοκρατίας». Ήταν  δεδομένη η ύπαρξη γύρω από αυτές τις δίκες ενός περιρρέοντος κλίματος , ανατροφοδοτούμενου και από δηλώσεις των οργάνων  της εκτελεστικής εξουσίας, ότι οι δίκες αυτές πρέπει να ολοκληρωθούν στο συντομότερο δυνατό χρόνο και ότι   πρέπει να ενισχυθεί η διεθνής εικόνα της χώρας ως «ασφαλούς» και «απαλλαγμένης» από την τρομοκρατική απειλή. Το κλίμα αυτό

χωρίς να ασκεί πάντοτε μία καταλυτική επίδραση- λειτούργησε συχνά υπονομεύοντας το  τεκμήριο αθωότητος εκείνων τουλάχιστον των κατηγορουμένων, οι οποίοι αρνούνταν τις κατηγορίες και τη συμμετοχή τους στις οργανώσεις.

 

  Θα επιμείνουμε σε ορισμένες όψεις των δικών αυτών, οι οποίες συνδέθηκαν με έντονους περιορισμούς του δικαιώματος υπεράσπισης των κατηγορουμένων, σε αρκετές περιπτώσεις και πέραν των ορίων του Συντάγματος και της Ε.Σ.Δ.Α.. Αλλά και σε ορισμένες όψεις, αντιθέτως,  αποτελεσματικής προστασίας των δικαιωμάτων από τους οικείους δικαστικούς σχηματισμούς.

 

3.1.  Ιστορικά, οι δίκες υποθέσεων  τρομοκρατίας στη Δυτική Ευρώπη διακρίθηκαν από μία αισθητική και θεσμική προεπιλογή πλεονάζουσας ασφαλείας. Στη Γερμανία η διεξαγωγή της κεντρικής δίκης της R.A.F. στη φυλακή του Σταμμχάϊμ (Μάιος 1975-  Ιούλιος 1977 ) σήμανε τη μετατροπή της σε χώρο στρατιωτικά φρουρούμενο, με έντονα τα στοιχεία μιάς παντοδύναμης και καταθλιπτικής υλικής και συμβολικής  παρουσίας  του Κράτους-Λεβιάθαν, οντότητας μάλλον εγγενούς στη γερμανική πολιτική ιστορία. . Οι τραγικοί θάνατοι των ηγετών της οργάνωσης δεν ήταν ενδεχομένως  άμοιροι αυτού του συντριπτικού  κλίματος.  Στην Ιταλία, οι αρχικές δίκες  της ηγεσίας των «Ερυθρών Ταξιαρχιών» (1979-1982) ενείχαν και αυτές την εικόνα του παντοδύναμου θριαμβεύοντος κράτους : κλωβοί ασφαλείας, ειδικά ηλεκτρονικά συστήματα, πανοπτισμός  κλπ.

 

Η ελληνική περίπτωση υπήρξε αρκετά διαφορετική. Προφανώς, τα μέτρα ελέγχου και ασφαλείας ήσαν εξαιρετικά ενισχυμένα σε σχέση με τις κοινές ποινικές δίκες και περιέλαβαν όχι μόνο το κοινό της δίκης αλλά και αυτούς ακόμη τους συνηγόρους.. Μετά όμως και από πρωτοβουλίες της υπεράσπισης στη δίκη της «17 Νοέμβρη» , οι μεταλλικοί  κλωβοί γύρω από τους κατηγορούμενους  απομακρύνθηκαν και υπήρξε μία δυνατότητα πιο άμεσης και ουσιαστικής επικοινωνίας μεταξύ της έδρας , της εισαγγελικής αρχής και των κατηγορουμένων. Σε αυτό συνετέλεσε και η συστηματική προσπάθεια της έδρας για μία σύμφωνη με τη δικονομία πρόοδο της διαδικασίας.

Από αυτήν την άποψη, η ζοφερή  αισθητική του «παντοδύναμου κράτους» κάπως υποχώρησε.

 

3.2.  Το κατηγορητήριο –ιδίως στην πρώτη δίκη του «Ε.ΛΑ..» και λιγότερο στη δίκη της «17 Νοέμβρη»- στηρίχθηκε πολύ περισσότερο σε  πολιτικές εκτιμήσεις παρά στη συνδρομή  σοβαρών αποδεικτικών στοιχείων. . Εισήχθησαν τόσο ως εκθέσεις των διωκτικών αρχών   στη δικογραφία όσο και ως εκτιμήσεις των παραπεμπτικών βουλευμάτων 2993/ 2003 και 1714/2004 Συμβουλίου Εφετών απόψεις κρίσιμες για τη στήριξη της κατηγορίας, οι οποίες θεωρήθηκαν σχεδόν αυτονόητες , όπως :  λ.χ

1) η άποψη ότι η οργάνωση «Ε.Λ.Α.» και η οργάνωση «1η Μάη» (οι οποίες κατά δήλωσή τους ενοποιήθηκαν το 1991 ) ήταν αρχήθεν μία ενιαία οργάνωση με πολλά πρόσωπα  («θεωρία συγκοινωνούντων δοχείων») 2) η άποψη ότι οι κατηγορούμενοι στην υπόθεση «Ε.Λ.Α.» ήταν οπωσδήποτε όχι απλώς μέλη αλλά και ηγετικά στελέχη της οργάνωσης αυτής και ότι ο Αλέξανδρος Γιωτόπουλος ήταν ο αδιαμφισβήτητος αρχηγός της «17 Νοέμβρη»  3) η άποψη ότι ορισμένα πρόσωπα έπαιζαν ρόλο «διαμέσου» μεταξύ περισσότερων οργανώσεων (όπως η περίπτωση του Γιάννη Σερίφη) 4) η κρίσιμη για το ζήτημα της παραγραφής άποψη ότι η «17 Νοέμβρη» και ο «Ε.Λ.Α.» συνέχισαν τη δράση τους μέχρι την ημέρα της εξάρθρωσής τους. . Βεβαίως, η θεμελίωση του κατηγορητηρίου σε πολιτικές εκτιμήσεις και η πεισματική υποστήριξή τους από την κατηγορούσα αρχή έχει βαρύνουσες συνέπειες για την υπεράσπιση του κατηγορουμένου : ενώ τα αποδεικτικά στοιχεία πρέπει να προσκομισθούν και επικληθούν από την κατηγορούσα αρχή, οι εκτιμήσεις «πρέπει» κατ’ ανάγκη να ανταποδειχθούν από τον κατηγορούμενο -με αποτέλεσμα να πλήττεται το τεκμήριο αθωότητος.

 

3.3. Κατά την πρώτη  δίκη του Ε.Λ.Α η βασική μάρτυς κατηγορίας ήταν-κατά τη δήλωσή και ομολογία της- η ίδια πρώην μέλος της οργάνωσης αυτής . .Το παραπεμπτικό βούλευμα έπαυσε την ποινική δίωξη κατά  της κατηγορουμένης αυτής λόγω παραγραφής με αποτέλεσμα να μπορεί αυτή να καταθέσει ως μάρτυς κατηγορίας χωρίς τους περιορισμούς του άρθρου 211Α Κ.Π.Δ. ( κατά το οποίο η καταδικαστική απόφαση δεν μπορεί να θεμελιωθεί στη μαρτυρία συγκατηγορουμένου). Δεν έγινε δηλαδή εφαρμογή  υπέρ της των ευεργετικών διατάξεων του ν. 2928/2001 ( αφού θα έπρεπε να διατηρήσει την ιδιότητά της ως κατηγορουμένης) αλλά μία επιλεκτική εφαρμογή του θεσμού της παραγραφής  (έγινε δεκτό ότι αυτή απεχώρησε αρκετά νωρίς από την οργάνωση, ενώ ο ίδιος ισχυρισμός των κατηγορουμένων απερρίφθη) και μία έμμεση μεταφορά στην ελληνική πραγματικότητα της μορφής του «μάρτυρος του στέμματος» ( “Kronzeuge”) : Ο κατηγορούμενος, ο οποίος συμβάλλει αποφασιστικά στην εξάρθρωση της οργάνωσης μετατρεπόμενος σε μάρτυρα κατηγορίας κατά των συγκατηγορουμένων του και πρώην συμμετόχων του  εξασφαλίζει την απαλλαγή ή μία πολύ ευνοική μεταχείριση.

Η ευρωπαϊκή εμπειρία αυτής της «μορφής» είναι εξαιρετικά αντιφατική και ασταθής. Ενώ ως προς την ιταλική περίπτωση  υποστηρίζεται ότι η δικαιοσύνη αξιοποίησε με μεγάλη αποτελεσματικότητα τους «συνεργαζόμενους τρομοκράτες» (βλ. και Σ.Βιδάλη 1998 οπ.π. )  , ως προς τη γερμανική περίπτωση ασκήθηκε έντονη κριτική στη φερεγγυότητα και  αξιοπιστία των μαρτύρων αυτού του τύπου επισημαίνοντας  τον κίνδυνο της δόλιας ενοχοποίησης αθώων.

Παρ’όλα αυτά, η απόφαση της πρώτης δίκης του Ε.Λ.Α. στηρίχθηκε ως προς το καταδικαστικό της σκέλος «( ιδίως για τους κατηγορούμενους Α.Κανά, Κ.Αγαπίου και Ε.Αθανασάκη) σχεδόν αποκλειστικά στη μαρτυρία της πρώην συγκατηγορουμένης ( και πρώην συζύγου μάλιστα του πρώτου από τους παραπάνω).

3.4.  Κατά την πρώτη δίκη του Ε.Λ.Α. εισήχθησαν στη δικογραφία ανεπικύρωτα αποσπάσματα από τα περίφημα «αρχεία» της πρώην ανατολικογερμανικής υπηρεσίας πληροφοριών Stasi (Ministerium fuer Staassicherheit ).  . Από αυτά προέκυπταν –κατά την κατηγορούσα αρχή- ορισμένες ενδείξεις για τη συνεργασία ορισμένων προσώπων με «ψευδώνυμο» , συμμετεχόντων στον Ε.Λ.Α., με τη Stasi και με αλλοδαπές τρομοκρατικές οργανώσεις συνεργαζόμενες με τη Stasi  (την ομάδα Κάρλος).   Παρά το ότι τα αποσπάσματα αυτά δεν έπαιξαν τελικώς ρόλο στη θεμελίωση των καταδικαστικών αποφάσεων, δαπανήθηκε εξαιρετικά πολύς χρόνος σε άγνωστης προέλευσης ανεπικύρωτα έγγραφα, τα οποία από δικαστήρια άλλων χωρών (όπως το  γερμανικό Ακυρωτικό Δικαστήριο αλλά και  δικαστήρια ουσίας της  χώρας αυτής ) έχουν κρίνει ως έγγραφα με εξαιρετικά μειωμένη αξιοπιστία με δεδομένη  τη λογική λειτουργίας και τις μεθόδους της παραπάνω μυστικής υπηρεσίας. .

 

3.5. Κατά τη δίκη της υπόθεσης «17 Νοέμβρη»  (Μάρτιος – Δεκέμβριος 2003) διατυπώθηκε ο ισχυρισμός από τον κατηγορούμενο Σάββα Ξηρό ότι κατά τη διάρκεια της νοσηλείας  του στον «Ευαγγελισμό» τον Ιούλιο του 2002 υπέστη βασανιστήρια, σωματικά και ψυχικά ,  αναγκαστική λήψη ψυχοτρόπων ουσιών και γενικότερα απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση με αποτέλεσμα οι ληφθείσες καταθέσεις του να μην είναι προϊόν ελεύθερης και αβίαστης βούλησης . Ανεξάρτητα από τη βασιμότητα αυτών των αιτιάσεων, έχει ιδιαίτερη σημασία ότι περιστατικά σημαντικά για το κύρος των ληφθεισών προανακριτικών καταθέσεων, αν και  καταγγέλθηκαν, δεν ερευνήθηκαν σε βάθος.

Η άρνηση αυτή καταδεικνύει όχι επαρκώς αναπτυγμένα αντανακλαστικά υπεράσπισης του κράτους δικαίου από τα αρμόδια όργανα (ιδίως την εισαγγελική αρχή) και -ενδεχομένως – μία υφέρπουσα λογική Staatsraeson στο πλαίσιο της με «κάθε μέσο εξάρθρωσης της τρομοκρατίας»22: δεν είναι απαραίτητο το αρμόδιο όργανο να γνωρίζει ότι όντως τελέσθηκαν παραβιάσεις (και άρα να λειτουργεί δόλια).. Αρκεί η εκτίμηση ότι σε μία περίπτωση «επείγουσας» έρευνας κατά της τρομοκρατίας τα μέσα δεν είναι αναγκαίο να διερευνηθούν αφού εν τέλει  έχουμε θετικό αποτέλεσμα.  Ήδη, η εκτίμηση αυτή αποτελεί μία σοβαρή ρωγμή για το οικοδόμημα του κράτους δικαίου : δεν είναι τυχαίο ότι στις Η.Π.Α μετά την 11-9-2001 έγινε λόγος για «νομιμοποίηση των βασανιστηρίων» και στη συνέχεια ακολούθησαν τα γεγονότα της φυλακής του Άμπου-Γκράϊμπ  .

 

3.6.   Η θέση των συνηγόρων υπεράσπισης στις δίκες αυτές υπήρξε εξαιρετικά λεπτή και συχνά δυσχερής23.  Διότι ναι μεν η ελληνική έννομη τάξη δεν γνωρίζει –ευτυχώς- μηχανισμούς παρέμβασης  κατά των συνηγόρων υπεράσπισης κατά την άσκηση των καθηκόντων τους στις δίκες τρομοκρατίας 24. Παρ’όλα αυτά, η φόρτιση υπήρξε σε αρκετές στιγμές των μακρών αυτών δικών πρόδηλη, καθώς το προπεριγραφέν «περιρρέον πολιτικό  κλίμα» ασκούσε σημαντική επίδραση στην μαχητικότητα της κατηγορούσας αρχής αλλά- σε αρκετές συγκυρίες- και στο ύφος του δικαστηρίου ή στον τρόπο διεξαγωγής της διαδικασίας. Η  αναγκαστικά μαχητική και έντονη άσκηση των υπερασπιστικών καθηκόντων στις συγκυρίες αυτές οδήγησε σε συγκρούσεις και παρεξηγήσεις με την εισαγγελική αρχή και την έδρα, συχνά δε –τουλάχιστον κατά την πρώτη δίκη του Ε.Λ.Α.- υπελήφθη και ως οξύτητα ή έλλειψη σεβασμού προς την έδρα. Ο «πολεμικός» χαρακτήρας αυτών των δικών , παρά το γεγονός ότι αποφεύχθηκαν οξύτητες όπως εκείνες της γερμανικής ιδίως και δευτερευόντως της ιταλικής εμπειρίας ( αποβολές συνηγόρων,  ποινικές διώξεις κατά συνηγόρων) , δεν επέτρεψε μία απολύτως αφόρτιστη και αξιολογικά ουδέτερη διαδικασία. Κατά την άποψή μας, η οξύτητα δεν προκλήθηκε από κάποια δήθεν  «ταύτιση» με τους κατηγορουμένους αλλά από την ένταση της σύγκρουσης μεταξύ των ειδικών αναγκών ασφαλείας  (όπως εκφράζονται και στην ειδική νομοθεσία αλλά και στη νομική πράξη) ) και του προτάγματος αποτελεσματικής υπεράσπισης των κατηγορουμένων υπό τις παρούσες συνθήκες. .Άλλωστε, η επιταγή της αποτελεσματικής υπεράσπισης δεν τίθεται στις «ομαλές συνθήκες»-οπότε και είναι αυτονόητη-  αλλά ακριβώς  στη συγκυρία της «εξαίρεσης».

 

  • Οι αποφάσεις που εξεδόθησαν στις πρώτες δύο « δίκες της τρομοκρατίας»

( «17 Νοέμβρη» και πρώτη δίκη «Ε.Λ.Α.»)  υπήρξαν άνισες και σε ορισμένα σημεία προκάλεσαν έντονο προβληματισμό. Ιδίως, η απόφαση επί της υπόθεσης «17 Νοέμβρη» θεωρήθηκε «ισορροπημένη», αυτός όμως ο χαρακτηρισμός εν όψει ειδικότερων πλευρών της δεν είναι ικανοποιητικός.

Η απόφαση αυτή   εύλογα υπήρξε απαλλακτική στις περιπτώσεις όπου η ενοχή είτε δεν αποδεικνυόταν ή πάντως συνοδευόταν από αμφιβολίες (περιπτώσεις Γ.Σερίφη, Α.Σωτηροπούλου, Α.Παπαναστασίου). .

Ως προς το καταδικαστικό της σκέλος, είναι αξιοσημείωτη η  έντονα «διασταλτική» εφαρμογή της εννοίας της «ηθικής αυτουργίας σε αρκετούς κατηγορούμενους και ιδίως στην περίπτωση του φερομένου ως «αρχηγού»  Αλέξανδρου Γιωτόπουλου. Παρά το ότι κατά την ακροαματική διαδικασία  δεν προέκυψαν σοβαρά στοιχεία ως προς την πρόκληση της απόφασης για τις ενέργειες της οργάνωσης από τον κατηγορούμενο αυτόν στους συγκατηγορουμένους του

–αλλά και ανεκλήθησαν από τους περισσότερους συγκατηγορουμένους του οι σε βάρος του αρχικές καταθέσεις τους- , έγινε δεκτή από το δικαστήριο η συνδρομή της ηθικής αυτουργίας για τις περισσότερες και σημαντικότερες από τις ενέργειες της οργάνωσης.  Η κρίση αυτή στηρίχθηκε στην εκτίμηση περί του «αρχηγικού ρόλου» του κατηγορουμένου αλλά  και περί της συνδρομής  μιάς μορφής πολιτικής ηθικής αυτουργίας25, κατά την οποία μία ηγετική μορφή αποφασίζει/ διατάσσει/πείθει  και τα απλά μέλη εκτελούν.Ουσιαστικά, εδώ δεν έχουμε  stricto sensu ηθική αυτουργία αλλά μία μορφή «αντικειμενικής ευθύνης του αρχηγού» για τη δράση της οργάνωσης. Η ερμηνεία αυτή κάλυψε και το κενό της μη ύπαρξης κατά την έναρξη της ad personam  δίωξης  ειδικής  διάταξης για τον αρχηγό ή ιδρυτή της οργάνωσης – η διάταξη αυτή περιλήφθηκε στον μεταγενέστερο ν. 3251/2004.

 

Η ερμηνεία της «πολιτικής ηθικής αυτουργίας» παρουσιάζει δύο βασικά μειονεκτήματα. Αντιπαρέρχεται την αναγκαία εξατομίκευση της αξιόποινης πράξης και την απόδειξή της , αφού η εκάστοτε εξώθηση των ηθικών αυτουργών δεν χρειάζεται να αποδειχθεί αλλά προκύπτει εκ της «θέσεως του αρχηγού26.

Στηρίζεται σε ένα πλαίσιο πολιτικών εκτιμήσεων των διωκτικών αρχών και όχι στην ακροαματική διαδικασία.

Αλλά, επίσης, προϋποθέτει  ως αναγκαία την ύπαρξη μιάς ιεραρχικής συγκεντρωτικής δομής της τρομοκρατικής οργάνωσης, η οποία δεν επιβεβαιώνεται πάντοτε από τα πορίσματα της εγκληματολογίας και της πολιτικής επιστήμης.Συνήθως, οι μετέχοντες στις οργανώσεις αυτές είναι «δράστες εκ πεποιθήσεως» (“Ueberzugungstaeter”) και δεν πείθονται από κάποιον προιστάμενο ή «αρχηγό» αλλά από τα συμπεράσματα της δικής τους πολιτικής συγκρότησης.

 

Ακόμη εντονότερα προβλήματα έθεσε η απόφαση επί της πρώτης δίκης του «Ε.Λ.Α.». Ενώ θεώρησε παραγεγραμμένο το αδίκημα της συμμετοχής (187 Π.Κ.) καθώς δέχθηκε την αυτοδιάλυση του «ΕΛΑ» το 1995, το δικαστήριο έκρινε ενόχους τους 4 από τους 5 κατηγορουμένους (αθώωσε τον Μιχάλη Κασίμη)

για  το αδίκημα της απλής (ψυχικής) συνέργειας στην τέλεση των επιμέρους τρομοκρατικών ενεργειών (κακουργηματικών πράξεων) . Ας σημειωθεί εδώ ότι η προαναφερθείσα μάρτυς κατηγορίας κατέθεσε μόνο για την εν  γένει  συμμετοχή ορισμένων κατηγορουμένων στον «Ε.Λ.Α.» και όχι για την τέλεση από αυτούς επιμέρους ενεργειών.

Η καταδίκη για ψυχική συνέργεια αντικατέστησε την αρχική κατηγορία (κατά όλων των κατηγορουμένων) για ηθική αυτουργία στις επιμέρους ενέργειες του «Ε.Λ.Α.».

Η έννοια της «ψυχικής συνέργειας» ως μορφής της απλής συνέργειας  είναι μία έννοια εξαιρετικά αμφιλεγόμενη στη θεωρία του Ποινικού Δικαίου27 και στην ποινική νομολογία. Έχει κυρίως την έννοια της ψυχικής ενθάρρυνσης του αυτουργού και της άρσης των αναστολών στο να τελέσει την πράξη. Κατά μία πολλή πιο διασταλτική ερμηνεία28, μπορεί να έχει και την έννοια της μη παρεμπόδισης του αυτουργού από άτομο παρόν κατά την τέλεση της πράξης, ως να είχε αυτό μία μορφή εγγυητικής ευθύνης (άρθρο 15

Π.Κ. )  για την παρεμπόδιση των αξιοποίνων πράξεων. Μία τόσο ευρεία προσέγγιση τείνει να δημιουργήσει σύγχυση μεταξύ των καθηκόντων του πολίτη και αυτών των οργάνων της δημόσιας τάξης.

.

Σε κάθε περίπτωση πάντως, κυριαρχεί στη νομολογία η άποψη ότι ο ψυχικός συνεργός πρέπει να βρίσκεται σε τοπική συνάφεια/εγγύτητα  προς την τέλεση της πράξης και όχι να την «ενθαρρύνει» από μακρυά.

 

Η αδιάκριτη επιβολή της «ψυχικής συνέργειας» στους 4 κατηγορουμένους χωρίς καν να προκύπτει η τοπική τους συνάφεια προς την τέλεση των πράξεων  παρέβη ουσιωδώς   την αρχή της εξατομίκευσης της ποινικής ευθύνης και της εξατομικευμένης αποδείξεως αυτής. Στο πλαίσιο ενός δικαιοκρατικού Ποινικού Δικαίου, η ευθύνη εξαρτάται από την ατομική τέλεση της πράξης ως εξωτερικής συμπεριφοράς  και τον ατομικό καταλογισμό αυτής στο δράστη. Αλλά και η κατηγορία αποδίδεται πάντοτε ατομικά. Δίδεται έτσι η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να υπερασπίσει αποτελεσματικά τον εαυτό του απέναντι σε μία αποδείξιμη κατηγορία.    Δεν νοείται η συλλήβδην και αδιάκριτη απόδοσή της ευθύνης  στα μέλη μιάς ομάδας, ακόμη και παράνομης- εγκληματικής. Αν γίνει δεκτή η απόδοση «συλλογικής ευθύνης», τότε αναγκαστικά η ποινική ευθύνη δεν προκύπτει ως προϊόν εξατομικευμένης απόδειξης αλλά ως προϊόν ένταξης στην ομάδα, πράγμα που συνεπάγεται μία προβληματική όχι πλέον  αξιοποίνων πράξεων αλλά της ομάδας ως εστίας «αντικειμενικού κινδύνου»29.

Αν μάλιστα η ομάδα έχει και πολιτικά-φρονηματικά χαρακτηριστικά ( όπως λ.χ. η βούληση βίαιης ανατροπής του πολιτεύματος), η επικινδυνότητα και η εξ αυτής ποινική ευθύνη καταλήγει σε σημαντικό βαθμό να εξαρτάται από αυτά.

Η λογική της συλλογικής ευθύνης, εκκινούσα από τον «αποδεκατισμό» της ρωμαϊκής περιόδου, γνώρισε τη μεγαλύτερη ακμή της στο δίκαιο του φασιστικού και εθνικοσοσιαλιστικού  καθεστώτος. Αρκετές αναλογίες είχε και η διοικητική πρακτική της σταλινικής περιόδου, όμως εκεί η πρακτική δεν ακολουθήθηκε και από την αντίστοιχη θεωρητικοποίηση.

Ιδίως υπό το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς η λογική των ατομικών αξιοποίνων πράξεων αντικαταστάθηκε πλήρως από τη λογική των επικινδύνων ομάδων και των «αντικειμενικά εχθρικών πρακτικών». Στην πρώτη φάση, αυτή η συλλογική  απαξία σημάδευε τα μέλη του κομμουνιστικού και του σοσιαλιστικού κόμματος ( πολιτική συλλογική ευθύνη ), στη δεύτερη τα μέλη της «εβραϊκής φυλής» ( φυλετική συλλογική ευθύνη ) και στην τρίτη ακόμη και τα μέλη των οικογενειών των «υπόπτων για συνωμοσία» ( οικογενειακή συλλογική ευθύνη , Sippenschuld/Sippen haftung  )30.

 

Η λογική της καταδικαστικής απόφασης παρουσιάζει μία σοβαρή εγγύτητα προς την προβληματική της «συλλογικής ευθύνης». Εκκινώντας από το δεδομένο ότι ο κατηγορούμενος ήταν μέλος της εγκληματικής οργάνωσης θεμελιώνει και μία σχέση του προς τις επιμέρους πράξεις αυτής. Αν μεν η απόφαση ελήφθη από τον κατηγορούμενο ως ηγετικό στέλεχος  και εκτελέσθηκε από τα απλά μέλη , θα έχουμε μία περίπτωση πολιτικής ηθικής αυτουργίας. Αν ο ηγετικός ρόλος του κατηγορουμένου δεν προκύπτει, τότε θεωρείται ως δεδομένη μία συναπόφαση των μελών , η οποία τα καθιστά ψυχικούς συνεργούς, ακόμη και αν δεν παραβρίσκονταν κατά την τέλεση για να ενθαρρύνουν το δράστη. Η συμμετοχή των μελών  στις πράξεις είναι «καταδικασμένη» να θεμελιωθεί31.

 

Ανεξάρτητα από το ζήτημα της συλλογικής ευθύνης, το σκεπτικό αυτό εγείρει και άλλα συστηματικής φύσεως ερωτήματα. Αν όλα τα μέλη μιάς εγκληματικής οργάνωσης     μετέχουν κατά κάποιο τρόπο στις επιμέρους πράξεις της, δεν καταρρέει μόνον η θεμελιώδης για τα δικαιώματα του ανθρώπου εξατομίκευση της ποινικής ευθύνης αλλά και η ίδια η αναγκαιότητα της τυποποίησης της «εγκληματικής οργάνωσης» ως ιδιωνύμου αδικήματος. Αυτή καλύπτει, όπως είναι γνωστό, τη σύσταση της εστίας εγκληματικού κινδύνου και τη συμμετοχή σε αυτήν,  ανεξαρτήτως από την τέλεση των σχεδιαζομένων εγκλημάτων.

 

3.8. Η  δεύτερη  δίκη της υπόθεσης  «Ε.Λ.Α.»

 

Αντιθέτως, η πρόσφατη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων   επί  της δεύτερης δίκης του «Ε.Λ.Α.» (Ιούλιος 2005), αφορώσα άλλες αξιόποινες πράξεις της οργάνωσης αυτής, κινήθηκε σε ριζικά άλλη κατεύθυνση.

Δέχθηκε  κατά πλειοψηφία ότι η συμμετοχή (με τη μορφή της ηθικής αυτουργίας ή της απλής-ψυχικής συνεργείας) των κατηγορουμένων δεν αποδεικνύεται από τα στοιχεία της δικογραφίας και την αποδεικτική  διαδικασία στο ακροατήριο. Απέφυγε δε , κατά τον τρόπο αυτόν, να εισέλθει σε συλλογισμούς πέραν της εξατομικευμένης ποινικής ευθύνης , μην ακολουθώντας το σκεπτικό της πρώτης απόφασης.

Η απόφαση αυτή έχει εξαιρετική νομικοπολιτική σημασία, καθώς εδώ παρακάμφθηκε η αντίληψη της «αποτελεσματικής εξάρθρωσης» και ακολουθήθηκε μία μεθοδολογία πιο συνεπής με τις εγγυήσεις και την ιδεολογία του κράτους δικαίου και ιδίως με την εξατομίκευση της ποινικής ευθύνης.

Διαψεύσθηκε έτσι η αίσθηση ότι, κατά την εποχή του « διαρκούς πολέμου κατά της τρομοκρατίας» , η δικαιοπολιτική  αντίληψη περί «προτεραιότητας της ασφαλείας» μπορεί κατά τρόπο ομοιογενή και αδιαμφισβήτητο να διαπερνά και να καθορίζει την πρακτική των ποινικών δικαστηρίων και μάλιστα πέρα  ακόμη και από τα όρια που έχουν θέσει οι ίδιοι οι ειδικοί αντιτρομοκρατικοί νόμοι. .

 

 

                 Επίλογος : «Πολιτική Δικαιοσύνη»;

 

Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, μεσούντος του Ψυχρού Πολέμου,  ο καθηγητής Otto Kirchheimer, σημαίνων διανοητής του Κύκλου της Φραγκφούρτης,  είχε υποστηρίξει ότι οι δυτικές δημοκρατίες διέρχονται μία φάση αυταρχικής θωράκισης με βασικά «συμπτώματα»  την ολίσθηση του Ποινικού Δικαίου προς αυταρχικές μορφές και την τάση ποινικοποίησης της πολιτικής32. Η καταπολέμηση του «εσωτερικού εχθρού»  , δανειζόμενη στοιχεία και από τις αυταρχικές νομοθεσίες εσωτερικής ασφαλείας του Μεσοπολέμου, ήδη προσελάμβανε τη μορφή έκτακτων ποινικών νομοθεσιών με έμφαση στο «αφηρημένο κίνδυνο» και στην «ανατρεπτική πρόθεση» και εφαρμοζόταν από δικαστήρια, τα οποία παραδόξως  δεν έκαναν   «τίποτε παραπάνω από το να εφαρμόζουν το νόμο» .Ένα νόμο όμως όχι πιά επικεντρωμένο στην «πράξη» και στην βίαιη προσβολή της δημόσιας τάξης αλλά οργανωμένο γύρω από τον έλεγχο του φρονήματος.

Τα δικαστήρια αυτά – και εδώ ο Κιρχχάιμερ έχει υπ’όψιν του ιδίως το Συνταγματικό Δικαστήριο της Καρλσρούης κατά την απαγόρευση του ΚΚΓερμανίας (KPD-Urteil )  το 1956 – δεν παρεβίαζαν ανοιχτά τη συνταγματική νομιμότητα, την εφάρμοζαν όμως κατά έναν τρόπο συσταλτικό και επιλεκτικό  έτσι ώστε να καταργείται ουσιαστικά η ικανότητα ισότιμης πολιτικής συμμετοχής των θεωρουμένων ως «εχθρών» . Αυτή η τάση ήταν σύμμετρη προς τη νομιμοφανή αλλά «δόλια» στρατηγική του «εχθρού», την επιλεγόμενη «ψυχρή επανάσταση» (“kalte Revolution”).  Με τα ίδια τα  λόγια του Κιρχχάϊμερ,  επρόκειτο για την εξουδετέρωση των πολιτικών «εχθρών» με νομιμοφανείς και τυπικά αδιαμφισβήτητες διαδικασίες. Τότε, οι «εχθροί» ήταν κυρίως οι κομμουνιστές και οι «συμπαθούντες» προς το χώρο αυτόν.  Οι φορείς του «ανατολικού στρατοπέδου».

 

Η σημερινή συγκυρία είναι προφανώς σημαντικά διαφορετική από εκείνη του Ψυχρού Πολέμου. Δεν υφίσταται μία τάση  γενικού αποκλεισμού και απαγόρευσης συμμετοχής  της  κομμουνιστικής Αριστεράς ή κάποιου άλλου πολιτικού χώρου στην πολιτική δράση. Παρ’όλα αυτά, η εδραίωση ενός «πολεμικού» κλίματος γύρω από το πολύσημο (και ίσως άσημο)  σημαίνον της «τρομοκρατίας» ελλοχεύει σημαντικούς κινδύνους για τις ελευθερίες και ιδίως αυτές «όσων σκέφτονται διαφορετικά» κατά την περίφημη φράση της Ρόζας Λούξεμπουργκ (την οποία δεν κουραζόταν να επαναλαμβάνει ο Αριστόβουλος Μάνεσης).

Αυτό είναι ήδη εμφανές  στην ποιότητα και στο περιεχόμενο των αντιτρομοκρατικών νόμων «δεύτερης γενεάς». Αλλά και στην εφαρμογή τους από τα δικαστήρια τα οποία έρχονται αντιμέτωπα με μία μερίδα των διωκτικών αρχών και της εκτελεστικής εξουσίας, πεπεισμένη ότι υπό τις παρούσες συνθήκες το κατακτημένο επίπεδο πολιτικής ελευθερίας  αποτελεί πολυτέλεια ή ακόμη και πρόσκομμα για τη δίωξη και την προληπτική ανάσχεση  των τρομοκρατών.  Ο κίνδυνος μιάς αδιάκριτης και «παραδειγματικής» ποινικοποίησης είναι υπαρκτός και φωτίζεται από ορισμένες τάσεις της νομολογίας.

 

Δεν μπορεί όμως να αγνοηθεί ότι έχουν πλέον αναδειχθεί και αντίρροπες νομολογιακές  τάσεις, οι οποίες αμφισβητούν την «με κάθε μέσο» εξάρθρωση της τρομοκρατίας και την εκ νέου ανάδυση αυταρχικών μορφωμάτων  όπως η συλλογική ευθύνη.   Οι τάσεις αυτές , όπως και οι κινήσεις πολιτών, οι οποίες δραστηριοποιούνται κατά του περιορισμού των ελευθεριών, αποτελούν μία βαρύνουσας σημασίας  ασπίδα για την προστασία του κράτους δικαίου.

 

 

Υποσημειώσεις/ αναφορές

 

  1. Βλ. σχετικά σε Μ.Μπόση «  Περί του ορισμού της τρομοκρατίας», Αθήνα 2000, εκδόσεις  Τραυλός,   της ίδιας «Προβλήματα ασφάλειας στη νέα τάξη πραγμάτων»,  Αθήνα 1999, εκδόσεις Παπαζήση, όπου και αναλυτικές πληροφορίες για την αντιτρομοκρατική νομοθεσία των Η.Π.Α. πριν από την 11-9-2001, Δ.Σαραφιανού- Χρ.Τσαϊτουρίδη  «Η προστασία της δημοκρατίας από τρομοκρατικά αδικήματα και η προστασία της ελευθερίας από αντιτρομοκρατικά νομοθετήματα» σε Α.Μανιτάκη- Α.Τάκη (επιμ.) «Τρομοκρατία  και δικαιώματα» ( Συνέδριο Ομίλου Μάνεση, Ιούνιος 2002) , Αθήνα 2004, Σαββάλας , σελ.  159 επ.

 

  1. Για το πρώτο κύμα ιδίως στη Γερμανία και την Ιταλία βλ. σε Δ.Μπελαντή «Αναζητώντας τον «Εσωτερικό Εχθρό»- Διαστάσεις της αντιτρομοκρατικής πολιτικής», Αθήνα 2004, εκδόσεις Προσκήνιο, ιδίως σελ.  100-110, επίσης  για τη δυτικογερμανική εμπειρία σε S.Cobler “Der vorverlegte Staatsschutz”, Berlin 1976, P.Bakker-.Schut ( συνηγόρου υπεράσπισης της RAF) “Stammheim-zur Korrektur der herrschenden Meinung”, Neuer Malik Verlag 1986, κ.α..  . Για την ιταλική εμπειρία  πρβλ. και Σ.Βιδάλη «Η τρομοκρατία στην Ιταλία κατά τη δεκαετία   του 1970- Εγκληματολογική και σωφρονιστική προσέγγιση», Αθήνα-Κομοτηνή 1998, εκδόσεις Σάκκουλα,  V.Ferrari “ Symbolischer Nutzen der Gesetzgebung zur inneren Sicherheit in Italien” in E.von Blankenburg (hsg) “Politik der innreren Sicherheit” , σελ. 90 επ. ,  Frankfur  a. Main 1980, Suhrkamp, κ.α.

 

 

  1. Βλ. σε J.Bovard “Terrorism and Tyranny”, εκδόσεις Palgrave- Macmillan, N.Y. 2003 , σελ.   επ. για τη διαδικασία ψήφισης του νόμου αυτού και τις έντονες  πολιτικές αντιρρήσεις που διατυπώθηκαν από ορισμένα μέλη του Κογκρέσσου, επίσης για όψεις της εφαρμογής του. .

 

  1. Πρβλ. τις απόψεις του καθηγητή Michael Rattner  σε «Μonde Diplomatique» , αναδημοσιευμένο σε «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία» της 16-11-2001 («Οι ελευθερίες στις ΗΠΑ μετά την 11-9-2001»). .

 

5.Βλ. σε Δ.Σαραφιανό-Χρ. Τσαιτουρίδη οπ.π. , υποσ. 1.

 

  1. Βλ. ως προς το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Έκδοσης σε Χ.Παπαχαραλάμπους «Το Ποινικό Δίκαιο του «εχθρού». Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, τρομοκρατία και έκτακτη αντιτρομοκρατική νομοθεσία στις ΗΠΑ» , σε «Ποινική Δικαιοσύνη» 2/2002 σελ. 189 επ. , Ι.Μανωλεδάκη – Ε.Καϊάφα-Γκμπάντι «Παρατηρήσεις στην πρόταση της Επιτροπής για έκδοση απόφασης πλασίου από το Συμβούλιο σχετικά με το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης» σε «Ποινική Δικαιοσύνη» 2001 σελ. 1107 επ..

Ως προς την Απόφαση-Πλαίσιο για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας» βλ.  σε  Δ.Μπελαντή « Αναζητώντας τον εσωτερικό εχθρό..», οπ.π.  σελ. 276 επ.

 

 

  1. Το ζήτημα της βαρύτητας του «ανατρεπτικού σκοπού» είχε τεθεί παλαιότερα πολύ συστηματικά κατά τη συζήτηση για τη συνταγματικότητα της ποινικής προστασίας του πολιτεύματος στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Ως προς την συζήτηση αυτήν της “streitbare” ή “wehrhafte Demokratie” («μαχόμενης δημοκρατίας») των δεκαετιών 1950, 1960 και 1970 ( σε συνδυασμό και με τη διάταξη άρθρου 21 του Θεμελιώδους Νόμου για την απαγόρευση πολιτικών  κομμάτων ) βλ. κυρίως σε J.Lameyer “Streitbare Demokratie” , Berlin 1978, Duncker und Humblot., H.Copic “Grundgesetz und politisches Strafrecht  neuer Art” , Berlin 1967  κ.π.α.  Η ποινική νομοθεσία προστασίας της «φιλελεύθερης –δημοκρατικής τάξης» στην ΟΔΓ  μεταρρυθμίσθηκε σε βάθος το 1968, με αποτέλεσμα την άμβλυνση

του ψυχροπολεμικού της προσήμου.

 

  1. Η διάταξη αυτή, η οποία ισχύει ειδικά για τις οργανώσεις της πολιτικής τρομοκρατίας, συνεπλήρωσε την κοινή «εγκληματική οργάνωση» του άρθρου 129 γερμ.Π.Κ. Ψηφίσθηκε το 1976, εν μέσω της δράσης της ακροαριστερής ένοπλης οργάνωσης «Πτέρυγα Κόκκινος Στρατός» (“R.A.F.”).  Βλ. ενδεικτικά σε

R.LangerStein “  Legitimation und Interpretation der strafrechtlichen Verbote krimineller und terroristischer Verinigungen”, Muenchen 1987 (διδακτορική διατριβή), επίσης την παρέμβαση  του τότε Υπουργού Δικαιοσύνης H.J.Vogel “ Die Antiterrorgesetzgebung-eine Billanz”, Neue Juristische Wochenschrift 1978 σελ. 2217 επ. , ως απάντηση στις οξείες κριτικές, κ.π.α.

 

  1. Η άποψη αυτή είχε υποστηριχθεί κατά την ψήφιση του ν, 774/1978 και του ν, 1916/1990, των δύο παλαιότερων αντιτρομοκρατικών νόμων εμφατικά από τις αντιπολιτευτικές πτέρυγες του ΠΑΣΟΚ και της κομμουνιστικής Αριστεράς..Ο τότε (1978) αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Ανδρέας Παπανδρέου είχε χαρακτηρίσει το σχέδιο του ν. 774/1978 «νέο νόμο 509».  Πράγματι, η εισαγωγή αντιτρομοκρατικού νόμου από την   κυβέρνηση του Κ.Σημίτη το 2001  αποτελούσε ποιοτική αλλαγή γραμμής σε σχέση με αυτήν την άποψη.

 

  1. Βάσει αυτής της αντιπαραθέσεως, μία μερίδα των νομικών που μετείχαν στην νομοπαρασκευαστική επιτροπή (οι καθηγητές Γ.Κασιμάτης, Ι.Μανωλεδάκης, Ν.Παρασκευόπουλος, ο Χ.Παπαχαραλάμπους  κ.α. ) απεχώρησε από αυτήν. Βλ. σχετικά  και σε  Εισηγητική Έκθεση του ν. 2928/2001. Για την άποψη ότι είναι δυσανάλογη η μετατροπή της «εγκληματικής ένωσης» του άρθρου 187 Π.Κ. (της παλαιάς «σύστασης και συμμορίας» ) σε κακούργημα πρβλ. και τη συνέντευξη του καθηγητή Ι.Μανωλεδάκη σε «Ελευθεροτυπία» της 16-3-2001 και την μελέτη αυτού «Τρομοκρατία και νομοκρατία – η τήρηση της νομιμότητας ως απάντηση στην τρομοκρατία» σε Ποινική Δικαιοσύνη 2003 , σελ. 65 επ. .

 

  1. Βλ. σχετικά σε  Βούλευμα   1714/ 2004 Συμβουλίου Εφετών Αθηνών (επί της υποθέσεως Ε.Λ.Α. ) φύλλο 5ο  , Βούλευμα   2994/2003 Συμβουλίου Εφετών Αθηνών

(και πάλι επί της υποθέσεως Ε.Λ.Α. ) φύλλο 5ο, Α.Π. 1177/1990 Ποιν. Χρον. ΜΑ’ σελ. 421, Α.Π. 1273/2001 ,Ποιν. Χρον. ΝΒ’ σελ. 512 , Εφ.Αθηνών 343/1981 ,Ποιν. Χρον. ΛΑ’ σελ. 379 κ.α. Η αιτιολόγηση δέχεται ότι επί διαρκών εγκλημάτων (διαρκούντων ως τη λήξη τους) ισχύει ο νόμος του χρόνου λήξεως του εγκλήματος ανεξαρτήτως αν αυτός είναι επιεικέστερος ή δυσμενέστερος για τον κατηγορούμενο και από την ερμηνεία αυτή δεν παραβιάζει την αρχή της μη αναδρομικής  εφαρμογής του δυσμενέστερου νόμου ( 7 παρ. 1 Συντ.) . Η θέση αυτή ήταν σύμφωνη και με τη γερμανική αντίστοιχη θεωρία και νομολογία ως προς τα διαρκή εγκλήματα και το επί αυτών ισχύον δίκαιο . Από το χρόνο λήξεως  (διάλυση οργάνωσης ή αποχώρηση από αυτήν) και βάσει του τότε ισχύοντος δικαίου   αρχίζει και η παραγραφή του αδικήματος της συμμετοχής στην εγκληματική οργάνωση.

 

  1. Για τη «δημόσια τάξη» ως «ευταξία» και ως προστατευτική ασπίδα των επιμέρους αγαθών  βλ. σε Ι.Μανωλεδάκη «Επιβουλή της δημόσιας τάξης», Θεσσαλονίκη 1990 σελ. 18 επ.

 

  1. Σχετικά σε Δ.Μπελαντή «Αντιτρομοκρατική νομοθεσία και αρχή του κράτους δικαίου», Αθήνα 1997, «Δίκαιο και Οικονομία», Εισαγωγικό Κεφάλαιο.

 

  1. Ως προς το ζήτημα αυτό βλ. ενδεικτικά σε J. Isensee “Das Grundrecht auf Sicherheit” , Berlin 1983, Duncker und Humblot.

 

14α. Για την ανάδυση των μέτρων ελέγχου και επιτήρησης και τη λειτουργικότητά τους στον έλεγχο των κοινωνικών πλειοψηφιών βλ. και σε Ν.Παρασκευόπουλου

«  Οι πλειοψηφίες στο στόχαστρο-τρομοκρατία και κράτος δικαίου», Αθήνα 2003, εκδ.Πατάκη.

 

  1. Για την εφαρμογή της εγγύησης του άρθρου 7 παρ. 1 Συντ. στην ποινική νομοθεσία  βλ. σε Ν.Ανδρουλάκη «Ποινικόν Δίκαιον-Γενικόν Μέρος», Αθήνα-Κομοτηνή  1985, σελ. 136 επ. , του ιδίου “Νullum crimen sine lege certa” , Ποινικά Χρονικά ΚΓ’ σελ. 513 επ.

 

16.Ως προς την άποψη αυτήν βλ. σε Δ.Μπελαντή «Αντιτρομοκρατική νομοθεσία..» οπ.π. σελ. 223-224, του ιδίου ειδικά για τον ν. 2928/2001 «Αναζητώντας τον εσωτερικό εχθρό …» οπ.π..  σελ. 315.  Γενικότερα για την προβληματική  τυποποίηση του άρθρου 187 Π.Κ. στον ν. 2928/2001, βλ. σε Ι.Μανωλεδάκη

« Ελευθερία και ασφάλεια. Κριτική στον ν. 2928/2001», Αθήνα 2001.

 

  1. Ως προς το ζήτημα της δωσιδικίας για τα τρομοκρατικά αδικήματα πρβλ. και Δ.Μπελαντή « Πενταμελή Εφετεία ή τακτικά ποινικά δικαστήρια ; Συνταγματικά ζητήματα από την ενδεχόμενη (επανα)θεσμοθέτηση ειδικής δωσιδικίας για τα εκ της τρομοκρατικής δράσης αδικήματα» σε Το Σύνταγμα 2000 σελ. 725 επ.

 

  1. Βλ. σχετικά σε Α.Λοβέρδου «Πολιτικό έγκλημα και τρομοκρατία», Αθήνα 1987, Interbooks , όπου η έμφαση στον πολιτικό χαρακτήρα της τρομοκρατικής εγκληματικής οργάνωσης και στην αιτιώδη συνάφεια των πράξεων προς αυτόν.
  2. Από τη συζήτηση του 2002-2003 για το εύρος της συνταγματικής εννοίας του πολιτικού εγκλήματος βλ. ενδεικτικά σε Ι.Μανωλεδάκη « Τρομοκρατία και νομοκρατία ..» οπ.π., Γ. Α. Μαγκάκη “Σκέψεις για τη διαστολή της τρομοκρατίας από το πολιτικό έγκλημα” σε ΝοΒ 2002 σελ. 1813 επ. , Ν. Παρασκευόπουλου “Σκέψεις για την έννοια του πολιτικού εγκλήματος στην εποχή μας”, ΝοΒ 2003, σελ. 397 επ. , Δ.Μπελαντή « Η τρομοκρατία ως πολιτικό έγκλημα» σε ΝοΒ 2003 σελ. 965 επ. , κ.α.

 

  1. Πρβλ. και Δ.Μπελαντή –Ε. Γεωργίτση « Δικαιώματα των υποδίκων κρατουμένων ως μελών τρομοκρατικών οργανώσεων- εφαρμογή της νομιμότητας ή καθεστώτα παραβιάσεων» σε «Εφαρμογές Δημοσίου Δικαίου» τ. 1/2003 , σελ. 45 επ.

 

  1. Πρβλ. ενδεικτικά τις αποφάσεις  Tekin vs Turkey της 9/6/1988, Dikme vs Turkey της 11-7-2000 (ως προς τα καθεστώς απομόνωσης) , Brannigan and Mc Bride vs UK , απόφαση της 26-5-1993 , όπου θεωρήθηκε ότι δεν υπήρχε παραβίαση γιατί συνέτρεχαν οι όροι του άρθρου 15 Ε.Σ.Δ.Α. («κατάσταση ανάγκης»), Brennan vs UK, απόφαση της 16-10-2001, η οποία  έκρινε ότι τα δικαιώματα βάσει των άρθρων 6 παρ. 1 και 6 παρ. 3 εδ. γ’ της Σύμβασης δεν αφορούν μόνο την ακροαματική διαδικασία αλλά επεκτείνονται και στην προδικασία, Lanz vs Austria, απόφαση της 31-1-2002, η οποία έκρινε ότι η παρακολούθηση της εμπιστευτικής συνομιλίας κατηγορουμένου και συνηγόρου του από τις αρχές συνιστά μείζονα κίνδυνο για  τα υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορουμένου και την αποτελεσματική του υπεράσπιση, κ.π.α.

 

22.Πρβλ. τα δημοσιευθέντα Πρακτικά της δίκης της «17 Νοέμβρη» (ήδη «Η Δίκη της 17 Νοέμβρη», Αθήνα 2004,τρεις τόμοι). Επίσης, και σε Ι.Μυλωνά (συνηγόρου στη δίκη της «17 Νοέμβρη») « Υπόθεση 17Ν-γιατί δεν ήταν δίκαιη η δίκη», Αθήνα 2005, εκδ. Προσκήνιο, όπου πολλές εύστοχες αναφορές στις παραβιάσεις δικαιωμάτων κατά τη δίκη της «17 Νοέμβρη».

 

  1. Στο σημείο αυτό, ο γράφων παραθέτει και την προσωπική του εμπειρία ως συνηγόρου υπεράσπισης στην πρώτη δίκη της υπόθεσης «Ε.Λ.Α.»

( Φεβρουάριος-Οκτώβριος 2004).

  1. Αντιθέτως προς τη γερμανική ποινική δικονομική νομοθεσία. Με διάταξη, η οποία εισήχθη στη γερμανική Βουλή το Δεκέμβριο 1974 ( πέντε μήνες πριν από την έναρξη της δίκης του Σταμμχάϊμ) προβλέφθηκε ο με απόφαση της Ολομέλειας Εφετών  αποκλεισμός του συνηγόρου από τη δίκη, αν κρινόταν ύποπτος συμμετοχής ή υποστήριξης των σκοπών της εγκληματικής οργάνωσης (άρθρο  138 α γερμ. Κ.Π.Δ.). Επίσης, απαγορευόταν η πολλαπλή υπεράσπιση (Mehrfachverteidigung ),  η εκπροσώπηση δηλαδή  από τον ίδιο συνήγορο περισσοτέρων μελών της τρομοκρατικής οργάνωσης (για να μην λειτουργεί ο συνήγορος ως ενδιάμεσος στην επικοινωνία των κατηγορουμένων). Αναλυτικά σε Bakker- Schut “Stammheim..”  οπ.π. σελ.  123  επ.

 

  1. Ως προς την προϊστορία της πολιτικής ηθικής αυτουργίας στην ελληνική νομοθετική και δικαστική πρακτική βλ. σε Δ.Μπελαντή «Αντιτρομοκρατική νομοθεσία…» οπ.π σελ. .272, υποσ. 155  ( «Η λογική της πολιτικής ηθικής αυτουργίας»).Η πρώτη εφαρμογή ουσιαστικά της πολιτικής ηθικής αυτουργίας στην ελληνική πολιτική ιστορία ήταν η περίφημη «δίκη των έξι» το 1922. Μετά τη μεταπολίτευση (1974)  διώχθηκαν ποινικώς  τα μέλη της  ηγεσίας του Ε.Κ.Κ.Ε. (Επαναστατικού Κομμουνιστικού Κινήματος Ελλάδας)  ως ηθικοί αυτουργοί  για τις βίαιες συγκρούσεις διαδηλωτών και αστυνομίας.  έξω και μέσα από την πρεσβεία των ΗΠΑ στις 21-4-1975. Πρότυπο αυτών των διώξεων ήταν και ο γαλλικός νόμος anticasseurs της 8-5-1970, ο οποίος όριζε αντικειμενική ποινική ευθύνη των διοργανωτών  μιάς διαδήλωσης για τα «έκτροπα» που θα συνέβαιναν σε αυτήν (σχετικά και σε Λ. Φεραγιόλι «Αυταρχική δημοκρατία και κριτική της πολιτικής», Αθήνα 1985, εκδ. Στοχαστής. .

 

26.Πρβλ. και την πάγια νομολογία του ΑΠ κατά την οποία πρέπει να αναφέρονται α πραγματικά περιστατικά , από τα οποία να προκύπτει ότι ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε στον φυσικό την απόφαση της αξιόποινης πράξης ( ενδεικτικά οι  811/ 2001 , 617/1998 , 447/1999 κπα ).

 

  1. Βλ. και σε Ν.Ανδρουλάκη «Ποινικόν Δίκαιον» οπ.π. σελ. 680.

 

  1.  Αυτή η ερμηνεία δόθηκε κατά τις δίκες των 500 καταληψιών του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο 1995  από τα Τριμελή Πλημμελειοδικεία ( κατά την πρώτη φάση των δικών αυτών).

 

  1. Η άποψη ότι η μετάβαση από τον εξατομικευμένο δράστη στον «ύποπτο» και εν τέλει στον ανήκοντα στην «αντικειμενικά επικίνδυνη ομάδα» είναι δείγμα αυταρχικών και στην τελική κατάληξη ολοκληρωτικών πολιτκών μορφών ανήκει στη φιλόσοφο Χ.Άρεντ («Oι ρίζες του ολοκληρωτισμού-το ολοκληρωτικό κράτος», Αθήνα 1988, Ευρύαλος).  Για μία κριτική πάντως  της  αμφιλεγόμενης έννοιας του «ολοκληρωτισμού» βλ. σε Σ.Ζίζεκ «Μίλησε κανείς για ολοκληρωτισμό ;», Αθήνα 2001, εκδ. scripta.

 

  1. Βλ. ιδίως σε Χ.Άρεντ οπ.π., E.Fraenkel “Der Doppelstaat-Justiz und Recht im dritten Reich”, Darmstadt 1984, όπου παρατίθενται και οι αντίστοιχες θεωρητικοποιήσεις περί «κινδύνου» και «εχθρού»  των νομικών εκπροσώπων του καθεστώτος όπως ο H.Frank , o R.Freisler , o H.Huber, o E.Forsthoff, o W.Frick   κ.π.α.

Για τη Sippenhaftung βλ. και σε Κ.Λαναρά «Εθνικοσοσιαλισμός , Κίνημα-Κόμμα-Κράτος» , Αθήνα 2001. Αναφέρεται ότι αυτή χρησιμοποιήθηκε εντατικά κατά των οικογενειών των  αξιωματικών του Επιτελείου, οι οποίοι επεχείρησαν να δολοφονήσουν τον Χίτλερ την 20-7-1944  (υπόθεση von Stauffenberg).

Στο ζήτημα της «συλλογικής ευθύνης» κατά την πρώτη δίκη του «Ε.Λ.Α.»  έχει αναφερθεί επανειλημμένα και η ευαίσθητη σε ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων στήλη «Ιός της Κυριακής» της εφημερίδας «Ελευθεροτυπία».

  1. Ο Bakker-Schut (1987)  οπ.π. σημειώνει ότι και στη δίκη του Σταμμχάιμ χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα η κατηγορία της ηθικής αυτουργίας για πράξεις όπου δεν αποδεικνυόταν η φυσική αυτουργία ή  η άμεση συνέργεια των κατηγορουμένων, ηγετών της R.A.F., σε αυτές.

 

  1.  Otto Kirchheimer “Politische Justiz” in “Politik und Verfassung”, Frankfurt a.Main 1981, Suhrkamp, σελ. 96 επ. . Η μελέτη αυτή είναι ουσιώδης για την κατανόηση του πολιτικού ποινικού δικαίου τόσο στη φιλελεύθερη δημοκρατία όσο και υπό αυταρχικά καθεστώτα.

 

 

Γράφτηκε  τον Ιούλιο 2005

Δημοσιεύθηκε στο Περιοδικό «Δικαιώματα του Ανθρώπου» τ. 36/2007 σελ. 1139–1172

Η ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ ΩΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΕΓΚΛΗΜΑ*
Γνωμοδότηση στη δίκη της υπόθεσης 17 Νοέμβρη