Our Blog

Η ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ ΩΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΕΓΚΛΗΜΑ*

Δημήτρης Μπελαντής
Δρ Νομικής – Δικηγόρου
Ημερομηνία: 03-09-2003

Η ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ ΩΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΕΓΚΛΗΜΑ*

Η συζήτηση για τη σχέση της  τρομοκρατίας ως οργανωμένης  πολιτικής βίας με την έννοια του πολιτικού εγκλήματος, όπως αναπτύσσεται κατά το τελευταίο διάστημα με αφετηρία τη δίκη της “17ης Νοέμβρη”, έχει πολλά επίπεδα και σημεία αναφοράς. Ένα από αυτά αναφέρεται στη συνταγματική έννοια του πολιτικού εγκλήματος, όπως αυτή τίθεται συστηματικά από τις διατάξεις των άρθρων 47 παρ. 3 και 4 (αμνηστία), 97 παρ. 1 εδ. α’ και παρ. 2 Σ.[1] (αρμοδιότητα επί πολιτικών εγκλημάτων) -σε συνδυασμό ενδεχομένως και με τη διάταξη  του άρθρου 5 παρ. 2 εδ. γ’ Σ. για τη μη έκδοση αλλοδαπού, ο οποίος διώκεται για τη δράση του υπέρ της ελευθερίας ως μιας ειδικής μορφής πολιτικού εγκλήματος των αλλοδαπών. Ένα δεύτερο ερώτημα σχετίζεται με τον a priori  απoκλεισμό της “τρομοκρατίας” από το πεδίο ισχύος του πολιτικού εγκλήματος: αυτή είναι σε γενικές γραμμές η λογική του υπ’ αριθμ. 2869/2003 παραπεμπτικού βουλεύματος Συμβουλίου Εφετών (εισαγωγικού στην παραπάνω δίκη) και της απόφασης που εξεδόθη. Ένα τρίτο ερώτημα αφορά στη δυνατή ικανοποιητική οριοθέτηση της εννοίας του πολιτικού εγκλήματος και στη σχέση της “αντιτρομοκρατικής” νομοθεσίας με την προστασία του πολιτεύματος. Τέλος, πέρα από κάθε νομική αφαίρεση, καμία απάντηση στο ζήτημα αν η δράση της  “17ης Νοέμβρη” περιελάμβανε πολιτικά εγκλήματα δεν είναι ικανοποιητική αν αγνοήσουμε το πρόβλημα των ορίων της πολιτικής ως μιας ειδικής μορφής κοινωνικής πρακτικής: η πολιτική περιορίζεται στην ισχύουσα θεσμική διαμόρφωση του πολιτικού γίγνεσθαι ή περιλαμβάνει και μορφές που τείνουν να ανατρέψουν τους θεσμικούς και συνταγματικούς κανόνες;  Ή αλλοιώς: η τάση συστολής και έκπτωσης  της εννοίας του πολιτικού εγκλήματος[2] μήπως ενέχει και την ισχυρή τάση “συσταλτικής” οριοθέτησης της πολιτικής;

 

Το εύρος της συνταγματικής εννοίας του πολιτικού εγκλήματος

 

Κατά τη λεγόμενη στενή αντικειμενική θεωρία πολιτικά είναι εκείνα τα εγκλήματα που κατατείνουν ευθέως και αμέσως στην προσβολή της συνταγματικής τάξης, του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η άποψη αυτή υιοθετείται από το παραπεμπτικό βούλευμα αλλά και από την εκδοθείσα  επί της σχετικής ενστάσεως απόφαση του Γ’ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων στη δίκη της “17ης Νοέμβρη”. Θεμελιώνεται δε στην κρατούσα άποψη της νομολογίας του Αρείου Πάγου κατά τις τελευταίες δεκαετίες (ενδεικτικά:  ΑΠ 890/1976 στην υπόθεση έκδοσης του Ρ. Πόλε, σε Ποινικά Χρονικά [ΠΧ] 1977, σελ. 319 επ., ΑΠ 1260/1987 στην υπόθεση έκδοσης του Μ. Φολλίνι, σε Νομικό Βήμα 1987, σελ. 1452 επ., ΑΠ 820/1989 στην υπόθεση Ρασίντ σε ΠΧ 1990, σελ. 183 επ., ΑΠ 362/1995 σε Υπεράσπιση 1996, σελ. 487 επ., ΑΠ 1137/1998 σε ΠΧ ΜΘ, σελ. 655 επ. κ.α., όλες σε περιπτώσεις εκδόσεως αλλοδαπών πολιτών  στην αλλοδαπή).

Αν αυτή η άποψη γίνει δεκτή, τότε στα πολιτικά εγκλήματα θα υπαχθούν αποκλειστικά τα αδικήματα του Α’ Κεφαλαίου του Ειδικού Μέρους του Ποινικού Κώδικος (Προσβολές του Πολιτεύματος) και ιδίως τα αδικήματα της εσχάτης προδοσίας (134 Π.Κ.) και των προπαρασκευαστικών πράξεων εσχάτης προδοσίας (135 Π.Κ.). Στην πράξη θα πρόκειται αυστηρά για πράξεις τελούμενες κατά ή στο προστάδιο πραξικοπήματος ή ένοπλης επανάστασης και εμφυλίου πολέμου, σε εξαιρετικές δηλαδή και οριακές ενδοκρατικές συγκυρίες κρίσης.

Η τόσο στενή αποτύπωση του πεδίου του πολιτικού εγκλήματος θέτει το ζήτημα αν η έννοια αυτή έχει στην πράξη υπαρκτό  πεδίο ισχύος. Ή αν πρόκειται απλώς για ένα ιδεολογικό κατάλοιπο προγενέστερων περιόδων στη συνταγματική μας τάξη με διακηρυκτική απλώς αξία. Αν, όμως, δεχθούμε ότι όλες οι συνταγματικές διατάξεις έχουν αυτοτελές κανονιστικό περιεχόμενο και δεν αποτελούν απλές ευχές, θα χρειασθεί να αναζητήσουμε αντίστοιχο περιεχόμενο και για τα πολιτικά εγκλήματα.

Η ιδιομορφία των με τη στενότερη έννοια προσβολών του πολιτεύματος (και ιδίως της εσχάτης προδοσίας) έγκειται ακριβώς στη δυσχέρεια να συμπυκνωθεί χρονικά το ώριμο και το έγκαιρο της δίωξής τους. Όταν οι ανατρεπτικές εκδηλώσεις κολάζονται σχετικά πρόωρα, προτού αναδειχθεί συγκεκριμένος κίνδυνος κατάλυσης ή αλλοίωσης του πολιτεύματος με τη χρήση βίας ή απειλής βίας,  (με την υπαγωγή τους στο πεδίο των προπαρασκευαστικών πράξεων εσχάτης προδοσίας ή με τη μορφή ενός “προληπτικού” πολιτικού  ποινικού δικαίου[3]), τίθεται πάντοτε το ενδεχόμενο μιας υπέρμετρης ποινικοποίησης του ανατρεπτικού λόγου και της ανατρεπτικής πολιτικής σε βάρος της πολιτικής ελευθερίας. Όταν πάλι  οι ανατρεπτικές πρακτικές κολάζονται καθυστερημένα, έχει δηλαδή ήδη εκδηλωθεί η επιχείρηση ανατροπής του πολιτεύματος, τότε είναι συνήθως αρκετά αργά για να προστατευθεί αποτελεσματικά  το συγκεκριμένο  έννομο αγαθό. Οι “ανατροπείς” από διωκόμενοι γίνονται κυβερνήτες και θέτουν το δικό τους δίκαιο. Ακόμη και στην περίπτωση όμως που η επιβουλή τους αποκρούεται ή που τελικώς ανατρέπονται και η κοινοβουλευτική δημοκρατία αποκαθίσταται, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι αυτοί θα δικασθούν ως πολιτικοί εγκληματίες. Η ιστορική εμπειρία των τελευταίων δεκαετιών ελληνικής πολιτικής ιστορίας επιβεβαιώνει την ισχυρή τάση απαξίωσης του ενόπλου πολιτικού αντιπάλου διά της εκπτώσεώς του από τη σφαίρα του πολιτικού εγκλήματος.

Η ηττημένη παράταξη του Εμφυλίου, υπαγόμενη στις διατάξεις του α.ν. 509/1947 και του Γ’ Ψηφίσματος, στερήθηκε την αρμοδιότητα των ορκωτών δικαστηρίων. Αλλά και αυτοί οι “πρωταίτιοι” της δικτατορίας (1967-1974) υπήχθησαν στο Πενταμελές Εφετείο με τις διατάξεις της Στ’ Συντακτικής Πράξης της 3/3-10-1974, ενώ κανονικά και στο πλαίσιο του Συντάγματος 1952 θα έπρεπε να δικασθούν από ορκωτό δικαστήριο. Γεννιέται, λοιπόν, το ερώτημα αν ο τόσο στενός ορισμός του πολιτικού εγκλήματος αποσκοπεί ακριβώς στην εξάλειψη της όποιας δυνατότητας εφαρμογής του.  Όμως, ο συντακτικός νομοθέτης επεδίωξε την επιβίωση και όχι την έμπρακτη εξάλειψη του πολιτικού εγκλήματος. Επιβεβαίωσε δε αυτή την επιλογή του και κατά την πρόσφατη συνταγματική αναθεώρηση του 2001, ενισχύοντας και τη θέση ότι η συνταγματική δωσιδικία των ορκωτών δικαστηρίων για τα πολιτικά εγκλήματα έχει ειδική ratio σε σχέση με εκείνη των κοινών κακουργημάτων, στο βαθμό που αποσκοπεί ακριβώς στην προστασία των παραβατικών πολιτικών αντιπάλων από την ενδεχόμενη εκδικητικότητα των θεσμικών οργάνων της κρατικής εξουσίας μέσα από την παρουσία του λαικού στοιχείου στους δικαστικούς μηχανισμούς[4].  Η δε εγγύηση αυτή αποτελεί εξειδίκευση της ίδιας της δημοκρατικής αρχής

Στην περίπτωση, όμως, που οι εσχατοπροδοτικές πράξεις θεωρηθούν όχι η αποκλειστική μορφή αλλά το βασικά μη εμφανιζόμενο άκρο όριο του πολιτικού εγκλήματος, απελευθερώνεται ακριβώς ένα πολύ ευρύτερο πεδίο ισχύος της έννοιας. Αυτό μπορεί να καλυφθεί κατά το μέγιστο μέρος από τα αδικήματα της (πολιτικής) τρομοκρατικής δράσης, με την έννοια της ένοπλης αντισυστημικής δράσης και,  δευτερευόντως από αδικήματα κατά της κρατικής ασφαλείας με την στενή έννοια[5],  κατά της δημόσιας τάξης και κατά της πολιτειακής εξουσίας. Αυτού του είδους οι διακινδυνεύσεις της κρατικής ασφαλείας μπορούν να συνυπάρξουν, σε μία διαλεκτική  αμοιβαίας έντασης με τη συνθήκη της δημοκρατικής ομαλότητας και μάλιστα σε μακροχρόνια κλίμακα, στο βαθμό που τόσο οι αντιθεσμικές πρακτικές κοινωνικών κινημάτων (αρχίζοντας από την άσκηση μορφών “πολιτικής ανυπακοής”, ενδεχομένως ποινικοποιούμενων[6], και φθάνοντας στις μορφές άσκησης υλικής αντιβίας προς αυτήν των μηχανισμών ασφαλείας π.χ. κατά τις δημόσιες συναθροίσεις) όσο και οι μορφές οργανωμένης πολιτικής βίας δεν φθάνουν σε ένα γενικότερο σημείο κοινωνικής ρήξης και αποσταθεροποίησης. Κατά την άποψή μας, ο συντακτικός νομοθέτης συμπεριέλαβε σε κάθε περίπτωση αυτά τα ενδεχόμενα παραβίασης της νομιμότητας στην έννοια του πολιτικού εγκλήματος συγκροτώντας ένα πεδίο αξιόποινης και παραβατικής εξωθεσμικής  πολιτικής δράσης[7]. Τόσο ιστορικώς όσο και τελολογικώς αυτή είναι η μόνη λογική εκδοχή ως προς τη συνταγματική έννοια του πολιτικού εγκλήματος, αυτή που της δίνει χώρο για να υπάρξει.

Κατά της υπαγωγής της πολιτικής τρομοκρατίας στη συνταγματική  έννοια του πολιτικού εγκλήματος έχει υποστηριχθεί η άποψη ότι το φαινόμενο αυτό δεν ήταν σε ανάπτυξη κατά τον χρόνο θέσπισης του Συντάγματος και άρα δεν είχε αυτό υπ’ όψη του ο συντακτικός νομοθέτης[8]. Έχει ακόμη υποστηριχθεί ότι σε συνθήκες λειτουργίας του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος δεν μπορεί καν να γίνει λόγος για τη διάπραξη πολιτικών εγκλημάτων πλην εκείνων των περιπτώσεων που κάποιος “αγωνίζεται υπέρ της ελευθερίας” (άρθρο 5 παρ. 2 εδ. γ’ Σ.).

Όσον αφορά  το πρώτο επιχείρημα, χρειάζεται να υπενθυμισθεί ο ιστορικός ορίζοντας του 1975 σε ευρωπαϊκή κλίμακα: πυκνή δράση των οργανώσεων “ένοπλης πάλης” σε Ιταλία και Δυτική Γερμανία, έντονη εμφάνιση της λεγόμενης “διεθνούς τρομοκρατίας” (π.χ. επιχείρηση ΟΠΕΚ στη Βιέννη, γερμανική πρεσβεία στην Στοκχόλμη, “Μαύρος Σεπτέμβρης”, αεροπειρατεία Έντεμπε κ.λπ.). Προφανώς, οι πολιτικές δυνάμεις που διαμόρφωσαν τη συνταγματική μας τάξη δεν περιορίζονταν στις παραστάσεις της ελληνικής κοινωνίας και μόνο ούτε στις συμπυκνώσεις της ιστορικής στιγμής και μόνο: η πλειοψηφία αποδέχθηκε τη διαιώνιση ενός ιδιαίτερου συνταγματικού καθεστώτος για το με την ευρύτερη έννοια πολιτικό έγκλημα  διατηρώντας το “προνόμιο” να ορίσει στη συνέχεια ως νομοθετική πλειοψηφία τις εξαιρέσεις του (αναβλητικός συμβιβασμός). Ένα συνταγματικό κείμενο δεν αποτελεί περιστασιακό ειδικό ποινικό νόμο αλλά επιδιώκει να καλύψει μακροχρόνιες πολιτειακές και κοινωνικές αναγκαιότητες  και να οργανωθεί απέναντι σε επικείμενες περισσότερο παρά σε ενεστώσες και μόνο “απειλές”. Άλλωστε, η τάση “άμυνας” του πολιτεύματος απέναντι σε μακροχρόνια, και όχι βεβαίως “στιγμιαία”  -εσχατοπροδοτική- δράση “εσωτερικών εχθρών” αναπτύχθηκε με συνέπεια τα πρώτα χρόνια ισχύος  του Συντάγματος 1975, ακόμη και αν δεν παρασχέθηκε στους αποδέκτες αυτών των πολιτικών ελέγχου το καθεστώς του πολιτικού εγκληματία[9].

‘Οσον αφορά το δεύτερο επιχείρημα[10], αυτό εμπεριέχει έναν έντονο ταυτολογικό χαρακτήρα. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η συνταγματική διάταξη άρθρου 5 παρ. 2 εδ. γ’ Σ. αναφέρεται σε αλλοδαπούς και μόνο όσον αφορά το δίκαιο της έκδοσης και άρα δεν μπορεί να αντληθεί από αυτήν επιχείρημα για το συνολικό εύρος ισχύος του πολιτικού εγκλήματος ούτε και για τους Ελληνες πολίτες ως πιθανά υποκείμενά του, η τόσο στενή οριοθέτηση του πολιτικού εγκλήματος θέτει και πάλι το ερώτημα γιατί να προβλέπεται αυτό από ένα δημοκρατικό Σύνταγμα στο πλαίσιο της ισχύος του. Αφού, βεβαίως, αυτή η πρόβλεψη δεν μπορεί να αφορά ούτε όσους υπερασπίζονται το δημοκρατικό Σύνταγμα έναντι της επιβουλής του όσο διαρκεί η συνταγματική έννομη τάξη -αυτοί δεν είναι εγκληματίες αλλά φορείς του συνταγματικού δικαιώματος αντίστασης (120 παρ. 4 Σ)- ούτε εκείνους που αγωνίζονται για την αποκατάσταση της δημοκρατίας ενόσω έχει καταλυθεί: αυτοί ορίζονται ως “κοινοί” εγκληματίες από την αυταρχική έννομη τάξη και παύουν να θεωρούνται, προφανώς, εγκληματίες μετά την αποκατάσταση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η ίδια η ιστορική σχετικότητα του εξουσιαστικού φαινομένου αποδυναμώνει καίρια το παραπάνω επιχείρημα.

Και υπό τον όρο, όμως, της ταύτισης του πολιτικού εγκλήματος με τον “αγώνα υπέρ της ελευθερίας”, δεν θα ήταν προφανής ο χρωματισμός της τελευταίας φράσης με τα χρώματα της ισχύουσας συνταγματικής τάξης: ο συντακτικός νομοθέτης ορίζει ως “πολιτικό εγκληματία” τον δημόσιο εχθρό του Συντάγματος, τον hostis[11] και όχι τον υποστηρικτή του. Ο οποίος, άλλωστε, δεν θεωρείται από το ίδιο το Σύνταγμα εγκληματίας εν γένει.

Ακόμη, όμως, και αν γινόταν αποδεκτή η προβληματική της στενής αντικειμενικής θεωρίας, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η δράση των οργανώσεων τύπου “17ης Νοέμβρη” θα απεκλείετο αυτομάτως από την έννοια του πολιτικού εγκλήματος.

Στο βαθμό που πρόκειται για ένα ιδιαίτερο υποσύνολο οργανώσεων του άρθρου 187 Π.Κ. με πολιτική στοχοθεσία και στρατηγική, αναγόμενη στην ανατροπή του κοινοβουλευτικού καθεστώτος και στην αντικατάστασή του από ένα “μη καπιταλιστικό” πολιτικό καθεστώς,  τόσο το έννομο αγαθό της δημόσιας τάξης (διακυβευόμενο από τη σύσταση και συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση) όσο και τα ιδιωτικά έννομα αγαθά της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας και της ελευθερίας ως προς τις επιμέρους εγκληματικές προσβολές δεν πλήττονται μόνον καθ’ εαυτά αλλά και ως ενδιάμεσα αγαθά σε μία αιτιακή / νοηματική αλυσίδα ενεργειών που αποσκοπεί στη διαρκή και μακροχρόνια αποδυνάμωση των πολιτικών θεσμών, στη δημιουργία ευρέων διαθεσιμοτήτων για την προσβολή της δημόσιας τάξης και στη διαμόρφωση όρων, τελικώς, για την στο τέλος της διαδρομής άμεση προσβολή του πολιτεύματος (πρβλ. και μειοψηφία στην απόφαση 1260/1987 ΑΠ [υπόθεση Φολλίνι], η οποία δέχεται ότι η αφαίρεση περιστρόφου από αστυνομικό εκ μέρους μελών ενόπλων ομάδων τείνει και οδηγεί ευθέως στην προμήθεια των μέσων για την ανατροπή της κοινωνικο-οικονομικής τάξεως). Υπό αυτή την έννοια είτε μπορούμε να μιλήσουμε για τη μακροχρόνια στόχευση ανατροπής του πολιτεύματος χωρίς ακόμη τη σύνδεση με ορισμένη χρονικά μελλοντική προσβολή του πολιτεύματος είτε και για τη συνδρομή ήδη μορφών προπαρασκευής της εσχάτης προδοσίας (εφ’ όσον συντρέχει άσκηση βίας)  διακρίνουμε μία σχέση γραμμικής αιτιότητας -αν και όχι χρονικής αμεσότητας- ανάμεσα στην δράση της πολιτικής τρομοκρατίας και στην προσβολή της πολιτειακής τάξης καθ’ εαυτήν[12].

 

“Η τρομοκρατία δεν είναι πολιτική”

 

Η θέση του παραπεμπτικού βουλεύματος αλλά και όσων υποστηρίζουν την μη πολιτικότητα -και μάλιστα αδιακρίτως- των σχετικών με την τρομοκρατία αδικημάτων διακρίνεται συχνά από ισχυρά στοιχεία “αποφασιοκρατικής” αντίληψης, τομής των θεωρητικών διαφωνιών με “απόφαση” του εθνικού ή του “διεθνούς” νομοθέτη. Επηρεασμένες οι αντιλήψεις αυτές από την επαναλαμβανόμενη σε Διεθνείς Συμβάσεις ή Αποφάσεις-Πλαίσια  ρήτρα περί “μη πολιτικότητος” των τρομοκρατικών αδικημάτων[13] προβαίνουν σε συλλογισμούς αποκλεισμού της πολιτικότητος θεμελιωμένους συχνά στην ίδια τη λήψη του ζητουμένου (“petitio principii”). Επικαλούνται διεθνείς συμβατικές ρήτρες “αποπολιτικοποίησης” και αποκλεισμού, οι οποίες χρησιμοποιούν την έννοια της “τρομοκρατίας” ως αφετηρία της ισχύος τους. Παρακάμπτουν, όμως, ακριβώς το ζήτημα ότι η ίδια η έννοια της “τρομοκρατίας” συστατικά και εγγενώς εμπεριέχει, σε ορισμένες όψεις του πυρήνα της, βασικούς προσδιορισμούς του πολιτικού εγκλήματος όπως: α) η προσβολή πολιτικών εννόμων αγαθών, β) το κίνητρο άσκησης πίεσης στην κοινωνία, γ) το κίνητρο εξαναγκασμού σε πράξη ή παράλειψη της κρατικής εξουσίας και δ) την τάση προσβολής ή αποσταθεροποίησης των πολιτικών και συνταγματικών δομών μιας χώρας[14].

Περαιτέρω, όμως, η δυνατότητα συναγωγής του χαρακτήρα των πράξεων οργανώσεων όπως η “17η Νοέμβρη” από τον ορισμό τους ως “τρομοκρατικών” με αυστηρά νομικά κριτήρια είναι τελικά απρόσφορη. Κατ’ αρχήν, η έννοια αυτή ως αυστηρά νομική έννοια δεν συναντάται στην ισχύουσα ελληνική έννομη τάξη. Μόνο στο πλαίσιο του ν. 774/1978 είχε επιχειρηθεί ο προσδιορισμός των “πολιτικών” εγκληματικών οργανώσεων ρητώς ως “τρομοκρατικών”, η προσπάθεια δε αυτή εγκαταλείφθηκε (Εισηγητική Εκθεση  ν. 1366/1983 και ν. 1916/1990)  λόγω ακριβώς της έντονης αοριστίας της και πολυσημίας της, η οποία πρακτικά είναι αδύνατο να ιαθεί με προσφυγή απλώς και μόνο σε αλλοδαπά νομοθετικά κείμενα, Διεθνείς Συμβάσεις και απόψεις της θεωρίας, αφού δεν προκύπτει μια στοιχειωδώς κοινά αποδεκτή αξιολόγηση[15]. Αυτή η αδυναμία κοινής αξιολόγησης προκύπτει ακριβώς από τον “πολεμικό” χαρακτήρα της εννοίας αυτής, από την επεκτατική / συμβολική χρήση της σε ένα απεριόριστα διευρυνόμενο φάσμα εξωσυστημικών πρακτικών και από τη σχετικότητα της εκάστοτε νομικής-θεσμικής της αποτύπωσης.

Πέρα από την συναγωγή πάντως ενός πυρήνα της (μη κρατικής)  “τρομοκρατίας” με κοινωνιολογικά βασικά και πολιτικοθεωρητικά κριτήρια (εγκληματική οργάνωση με “ανατρεπτικά” πολιτικά κίνητρα, η οποία διαπράττει δολοφονίες, απαγωγές, τραυματισμούς κ.λπ.) μπορεί να εκδιπλωθεί  ερμηνευτικά μία ευρεία περιφέρεια “τρομοκρατικών” πρακτικών ως “βίαιης”  πολιτικής δράσης που ασκεί καταναγκασμό ή εκφοβισμό όπως: α) το ζήτημα της κρατικής τρομοκρατίας, β) το ζήτημα της υπαγωγής πρακτικών εθνικο-απελευθερωτικών κινημάτων (π.χ. Ιρλανδία, Παλαιστίνη) ή πρακτικών εμφυλίου πολέμου (π.χ. Κολομβία ) στην έννοια, γ) το ζήτημα της υπαγωγής δυναμικών πρακτικών εξωσυστημικών κινημάτων της Δύσης (π.χ. Γένοβα 2001) στην έννοια κ.λπ. και δ) το ζήτημα της έντονα βίαιης δράσης κατά αυταρχικών καθεστώτων κ.λπ. Το τι από όλα αυτά θα ενταχθεί -επιλεκτικώς- στο θετικό δίκαιο ως “τρομοκρατία” προϋποθέτει ειδική αξιολόγηση και τελικώς ιστορικά προσδιορισμένη πολιτική απόφαση.

Αν όμως η έννοια της “τρομοκρατίας” δεν μπορεί να λειτουργήσει ερμηνευτικά ως συνεκτική νομική έννοια αλλά μόνο ως κοινωνιολογικό ή ηθικοπολιτικό επιχείρημα, ο ερμηνευτής του δικαίου πρέπει να εξηγήσει και να  παρουσιάσει τη δική του ηθικοπολιτική εκδοχή για το περιεχόμενο της “τρομοκρατίας” ως ειδικότερη εκδοχή του “οργανωμένου εγκλήματος” και τις εξ αυτής νομικές συνεπαγωγές, ιδίως μάλιστα όταν  βάσει αυτής εξορίζει την πολιτική φύση των αδικημάτων. Και όχι να τη θεωρήσει ως δεδομένη.

 

Για την ποινική οριοθέτηση του πολιτικού εγκλήματος

 

            Έχει ήδη διεξαχθεί έντονη συζήτηση για τα κριτήρια ένταξης στο πολιτικό έγκλημα. Θα ξεκινήσουμε από τη διαπίστωση ότι, παρά την εν όψει του ισχύοντος Συντάγματος αναντιστοιχία της στενής αντικειμενικής θεωρίας,  τόσο η ευρεία αντικειμενική θεωρία όσο και οι υποκειμενικές θεωρίες παρουσιάζουν από μόνες τους ορισμένα προβλήματα ως προς την ακριβή οριοθέτηση του πολιτικού από το κοινό έγκλημα.

Η ευρεία αντικειμενική θεωρία, η οποία δέχεται ως κριτήριο την προσβολή όλων των πολιτικών εννόμων αγαθών και όχι μόνον του πολιτεύματος (της εσωτερικής κρατικής ασφαλείας κατά την ευρεία έννοια, περιλαμβάνουσας εκτός από το πολίτευμα και τη δημόσια τάξη, την πολιτειακή εξουσία, τα αδικήματα κατά των πολιτικών σωμάτων όπως επίσης και της εξωτερικής κρατικής ασφαλείας) είχε ισχυρά ερείσματα  στη θεωρία ήδη κατά τις απαρχές της ποινικής επιστήμης στη χώρα μας αλλά και στην παλαιότερη νομολογία του Αρείου Πάγου (τέλος 19ου αιώνα και αρχές 20ου)[16]. Βρίσκει, επίσης, έρεισμα και σε άλλες έννομες τάξεις, όπως στην περίπτωση του άρθρου 8 παρ. 3 του Ιταλικού Ποινικού Κώδικα: Α) “Κατά τις διατάξεις του ποινικού νόμου είναι πολιτικό έγκλημα κάθε έγκλημα που προσβάλλει ένα πολιτικό συμφέρον του κράτους ή ένα πολιτικό δικαίωμα του πολίτη. Β) Θεωρείται επίσης πολιτικό έγκλημα το κοινό έγκλημα που καθορίζεται εξολοκλήρου ή κατά μέρος από πολιτικές αιτίες (κίνητρα)”.

Ως αδυναμία της θεώρησης αυτής λογίζεται η δυνατότητα υπέρμετρης επέκτασης των ορίων του πολιτικού εγκλήματος, όπως π.χ. η εφαρμογή του και στις πιο δευτερεύουσες μορφές αντίστασης κατά της αρχής ή διατάραξης της δημόσιας τάξης.

Νομίζουμε ότι αυτές οι αδυναμίες καλύπτονται αν η ευρεία αντικειμενική θεωρία λειτουργήσει ως αναγκαία βάση, συναρθρωθεί, όμως, ειδικότερα και εξειδικευθεί από το κίνητρο της στενής υποκειμενικής θεωρίας, τον σκοπό ανατροπής του ισχύοντος πολιτεύματος στο πλαίσιο της λεγόμενης μικτής θεωρίας. Αυτού του τύπου η οριοθέτηση αντιμετωπίζει και τα προβλήματα των υποκειμενικών θεωριών, όπου η συνδρομή του κινήτρου και μόνο ανεξάρτητα από το προσβαλλόμενο αγαθό αντιμετωπίζει ενδεχομένως αποδεικτικές δυσχέρειες.

Όπως είναι γνωστό, η μικτή θεωρία με βάση όμως την ευρεία αντικειμενική έχει γίνει δεκτή από σχηματισμούς του Εφετείου Αθηνών  (σε συμβούλιο) σε ζητήματα έκδοσης τόσο αρκετά παλαιότερα στην υπόθεση Ρ. Πόλε (ΕφΑθ 12, 13/1976 σε ΠΧ, σελ. 660 επ.) και πιο πρόσφατα στην υπόθεση Ενρίκο Μπιάνκο (ΕφΑθ 2/1998 σε Υπεράσπιση 1998, σελ. 568 επ.).

Το περίγραμμα της μικτής θεωρίας (με βάση την ευρεία αντικειμενική) επιτρέπει να λειτουργήσει η συνταγματική έννοια σε όλο της το εύρος περιλαμβάνουσα και την σε “ομαλές περιόδους” διακινδύνευση της κρατικής ασφαλείας είτε από τη δράση της πολιτικής εγκληματικής οργάνωσης (ιδίως της κακουργηματικής μορφής του ν. 2928/2001),  είτε από σοβαρές διαταράξεις της δημόσιας τάξης από (ανοργάνωτους) πολιτικούς αμφισβητίες στο πλαίσιο μαζικών εκδηλώσεων, οι οποίοι πάντως εντάσσουν αυτές τις διαταράξεις σε μία στόχευση τελικά ανατροπής του πολιτεύματος έστω και κατά τρόπο μακροχρόνιο[17].  Τρεις ομόκεντροι κύκλοι λοιπόν: εσχατοπροδοτικές πράξεις, οργανωμένη  πολιτική βία  των ομαλών περιόδων (“τρομοκρατία”) και σοβαρές διαταράξεις της δημόσιας τάξης (ή άλλων πολιτικών εννόμων αγαθών) με στόχευση (στο κοντινό ή και μακρινό μέλλον) ανατροπής του πολιτεύματος.

Υπό το πρίσμα της ευρείας αντικειμενικής θεωρίας η εγκληματική οργάνωση του άρθρου 187 Π.Κ. είναι πάντοτε αμιγές πολιτικό έγκλημα, αφού στρέφεται κατά της δημοσίας τάξεως, της αυθεντίας του νόμου ως προστατευτικής ασπίδας των ιδιωτικών εννόμων αγαθών. Πιο ικανοποιητική είναι η θέση της μικτής θεωρίας, κατά την οποία η οργάνωση του άρθρου 187 Π.Κ. είναι πολιτικό έγκλημα υπό την προϋπόθεση της συνδρομής ανατρεπτικού πολιτικού σκοπού και στρατηγικής, εφ’ όσον δηλαδή μιλάμε για πολιτική εγκληματική οργάνωση και μόνο.

Όσον αφορά τις επιμέρους πράξεις των οργανώσεων πολιτικής βίας (ανθρωποκτονίες, τραυματισμοί, ληστείες κ.λπ.) αυτές κατ’ αρχήν δεν αποτελούν αμιγή πολιτικά εγκλήματα. Μπορούν, όμως, να θεωρηθούν “συνεχόμενα” στο πλαίσιο του “συνθέτου πολιτικού εγκλήματος”, στο βαθμό που εξυπηρετούν και διευκολύνουν την τέλεση του αμιγώς πολιτικού διαρκούς αδικήματος της εγκληματικής οργάνωσης (187 ΠΚ υπό τη μορφή 1 παρ. 1 ν. 2928/2001) αλλά και την προπαρασκευή μελλοντικών εσχατοπροδοτικών πράξεων. Ιδίως η μακροχρόνια διαρκής τέλεση του αδικήματος του 187 Π.Κ. δεν είναι δυνατή χωρίς να τροφοδοτείται και να αναπαράγεται από την τέλεση των συμφωνούμενων κάθε φορά επιμέρους εγκληματικών πράξεων. Παρά την αυτοτελή ποινική απαξία του ιδιωνύμου αδικήματος προς τις επιμέρους τελούμενες πράξεις, μία εγκληματική οργάνωση δεν θα μπορούσε να παρατείνει την ύπαρξή της στον χρόνο αν δεν υλοποιούνταν και πραγματώνονταν διαρκώς από τα μέλη της συγκεκριμένες προσβολές κατά συγκεκριμένων υλικών αντικειμένων. Επιπλέον δε ιδίως οι πράξεις όπως η παράνομη άντληση μέσων εφοδιασμού (π.χ. κλοπή οπλισμού, μεταφορικών μέσων) ή υλικών πόρων κατατείνουν άμεσα στην διαρκή ανατροφοδότηση της εγκληματικής οργάνωσης, η συνδρομή της οποίας, ορθότερα, δεν μπορεί να νοηθεί αν δεν κατέχει τον αναγκαίο εφοδιασμό για την πραγμάτωση των σκοπών της, ο οποίος και καθιστά πλέον “συγκεκριμένη” την διακινδύνευση της δημόσιας τάξης.

 

Πολιτικοποίηση του εγκλήματος – εγκληματοποίηση της πολιτικής

 

Οι απόψεις που δεν αποδέχονται τη συσχέτιση τρομοκρατίας και πολιτικού εγκλήματος δεν τοποθετούνται αποκλειστικά στο έδαφος της παραδοσιακής διάκρισης πολιτικού και κοινού εγκλήματος αλλά και  στο έδαφος της οριοθέτησης της πολιτικής. Διατυπώνεται η γενικότερη θέση: στο έδαφος της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας δεν διαπράττονται πολιτικά εγκλήματα ειμή μόνον η εσχάτη προδοσία. Ο θεσμός αυτός εμφανίζεται ως οριακό ιστορικό κατάλοιπο αυταρχικών περιόδων και έχει οριακή εφαρμογή.

Η θέση αυτή διαγράφει από το πεδίο της πολιτικής την εξωσυστημική και εξωθεσμική πολιτική. Τη διαγράφει κατ’ αρχήν στον βαθμό που μετέρχεται βίαια μέσα -ως προς αυτό όμως είναι ασυνεπής αφού δέχεται την εσχάτη προδοσία, “τελούμενη με βία ή απειλή βίας” ως πολιτικό έγκλημα. Την διαγράφει, όμως, ενδεχομένως και ως εκδήλωση “ανατρεπτικού” φρονήματος, στο βαθμό που αυτό λειτουργεί στο πλαίσιο μαζικών εκδηλώσεων, οι οποίες υπερβαίνουν τα νόμιμα όρια όχι αναγκαστικά με υλικά βίαιο τρόπο (ας θυμηθούμε εδώ ότι ακόμη και η “ανυπακοή” μπορεί να εκληφθεί ως “παράνομη βία”). Ή και “προετοιμάζει” προοπτικά την άσκηση βίας.

Είναι γεγονός ότι καμία έννομη τάξη δεν δέχεται τη βίαιη αυτοαναίρεσή της. Όμως το ισχύον Σύνταγμα δεν “αποδέχεται” την ανατρεπτική  πολιτική βία. Της ορίζει ένα ειδικό καθεστώς μεταχείρισης ως εγκληματικής μορφής αναγόμενο στην “καθολικότητα” των στοχεύσεών της, στον έντονα κοινωνικοπολιτικό χαρακτήρα της και στον μη εκδικητικό χαρακτήρα της δημοκρατικής εξουσίας. Αυτή η ειδική μεταχείριση αναμφίσβητητα έχει βασικά ευεργετικές όψεις (και Μαγκάκης, ΝοΒ 2002, Σταθόπουλος 2003), αναγόμενες στη μεταδιαφωτιστική αντίληψη για τον ευγενέστερο σχετικά χαρακτήρα του εγκληματία με πολιτικά κίνητρα[18]. Αυτό ήταν ακόμη σαφέστερο στην προ της Αναθεώρησης 2001 μορφή του Συντάγματος (7 παρ. 3 Σ.: μη επιβολή θανατικής ποινής στα πολιτικά εγκλήματα πλην των συνθέτων) και γινόταν δεκτό από την παλαιότερη θεωρία (και σε Καμινάρη 1979 όπ.π.). Κατά τη σημερινή περίοδο, μετά τις “αντιτρομοκρατικές” δεκαετίες 1970 και 1980, ιδίως όμως μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, η αντίληψη αυτή δέχεται μία ολομέτωπη επίθεση, τείνουσα στην εξαφάνιση του “πολιτικού εγκλήματος”. Στο πλαίσιο των νεότερων αντιλήψεων η εγκληματικότητα με πολιτικά κίνητρα αντιμετωπίζεται τόσο στο πεδίο της προδικασίας (ειδικές ανακριτικές τεχνικές και μέσα, συστολή δικονομικών δικαιωμάτων) όσο και στο πεδίο της κύριας δίκης ομοιόμορφα ή και  αυστηρότερα από την κοινή εγκληματικότητα, ταυτιζόμενη ουσιαστικά με τη βαρύτερη δυνατή μορφή του κοινού εγκλήματος (“οργανωμένο έγκλημα”). Η διάσταση αυτή δεν είναι εύλογα ερμηνεύσιμη μόνον δια της αναγωγής στο “ειδεχθές” αυτών ειδικά  των εγκλημάτων (π.χ. 11η Σεπτεμβρίου). Η ανθρωποκτονία είναι πάντοτε ένα ειδεχθές αδίκημα, είναι, όμως, μη εύλογο να υποθέσουμε ότι στο πλαίσιο μιας στρατηγικής βίαιης ανατροπής του πολιτεύματος είναι ένα “απρόσφορο” μέσο. Στην ζωή και στην ιστορία τα πολιτικά εγκλήματα σχεδόν ποτέ δεν συναντώνται ως αμιγείς προσβολές πολιτικών αγαθών (και Μανωλεδάκης 2003)  και αυτό ανεξάρτητα από το γεγονός ότι το πολύτροπο αδίκημα της εσχάτης προδοσίας μπορεί να εκδηλωθεί και ως απόπειρα θανάτωσης πολιτειακών παραγόντων (134 παρ. 3 ΠΚ). Η βίαιη εξωσυστημική πολιτική δεν είναι βεβαίως νόμιμη, είναι όμως  κοινωνικά υπαρκτή.

Οι συνέπειες της αποσύνδεσης της πολιτικής τρομοκρατίας από το κανονιστικό περιεχόμενο του πολιτικού εγκλήματος έχουν οριακά μόνον διαφανεί στην υπόθεση της “17ης Νοέμβρη”. Η προγραμματισμένη ψήφιση του  συμπληρωματικού  σχεδίου νόμου για την καταστολή της τρομοκρατίας -“επιτέλους” ρητά διατυπωμένης- το οποίο διευρύνει σε πολύ σημαντικό βαθμό την έννοια της τρομοκρατίας περιλαμβάνοντας ρητώς και δυναμικές μορφές δράσης των κοινωνικών κινημάτων, θα δείξει -φοβούμαστε- τις  πλήρεις διαστάσεις του “τέλους του πολιτικού εγκλήματος”.

 

* Ορισμένες από τις παρακάτω σκέψεις του γράφοντος κατατέθηκαν υπό τη μορφή γνωμοδότησης ως προς το πολιτικό έγκλημα  στη δίκη της “17ης Νοέμβρη”.

[1] Ως προς τις συνταγματικές συνέπειες της εννοίας του πολιτικού εγκλήματος βλ. και σε Α. Λοβέρδου “Για την τρομοκρατία και το πολιτικό έγκλημα”, Αθήνα 1987· Γ. Μανωλεδάκη “Τρομοκρατία και νομοκρατία”, σε Ποινική Δικαιοσύνη, 1/2003, σελ. 65 επ.· Δ. Μπελαντή “Πενταμελή Εφετεία ή τακτικά ποινικά δικαστήρια; Συνταγματικά ζητήματα από την ενδεχόμενη (επανα)θεσμοθέτηση ειδικής δωσιδικίας για τα εκ της τρομοκρατικής δράσης αδικήματα” σε Το Σύνταγμα 2000, σελ. 725 επ.· επίσης και σε Ε. Αποστολόπουλου-Α. Κότσιφα “Συνέπειαι εκ του χαρακτηρισμού του εγκλήματος ως πολιτικού” σε Αποστολόπουλου – Καμινάρη – Κότσιφα – Κομματά “Το πολιτικόν έγκλημα”, Αθήνα 1979, σελ. 55 επ.· Π. Παπαδάτου “Η τρομοκρατία”, Αθήνα 1987 κ.α. Στο πλαίσιο του Συντάγματος 1952 και σε Δ. Καρανίκα “Ο χαρακτηρισμός των κατά της εσωτερικής και εξωτερικής υποστάσεως του κράτους εγκληματικών ενεργειών ως πολιτικών εγκλημάτων”, Αρμενόπουλος 1954 σελ. 345 επ.,  σελ. 347· Χρ.Σγουρίτσα “Συνταγματικόν Δίκαιον”, Αθήνα 1966 κ.α.

[2] Η τάση αυτή είχε επισημανθεί κατά τη δεκαετία του 1950 από το νομικό και θεωρητικό της πολιτικής O. Kirchheimer (“Politische Justiz” in “Politik und Verfassung”, Frankfurt am Main, 1981, σελ. 96 επ.).

[3] Κατά την έννοια ενδεχομένως της “διακινδύνευσης της συνταγματικής τάξης”, όπως αυτή ισχύει στο γερμανικό ποινικό δίκαιο (Πρώτο Κεφάλαιο Ειδικού Μέρους STGB). Ως προς την προβληματική αυτή, της προληπτικής προστασίας του πολιτεύματος,  πρβλ. μεταξύ πολλών  την παλαιότερη μελέτη του H.Copic “Grundgesetz und politisches Strafrecht neuer Art”, Berlin 1967, ο οποίος καταδεικνύει και το εξαιρετικά περιορισμένο πεδίο εφαρμογής της με την στενή έννοια νομοθεσίας προστασίας του πολιτεύματος, σελ. 201 επ.

 

[4] Βλ. και σε Δ. Μπελαντή “Πενταμελή Εφετεία…” όπ.π. σελ. 738. Η άποψη αυτή είχε πρωτουποστηριχθεί στην Ελλάδα ρητώς από τον ποινικολόγο Κ. Τσουκαλά στο έργο του “Τα ορκωτά δικαστήρια”, Αθήνα 1929 σελ. 200 επ.  Η υπαγωγή των πολιτικών εγκλημάτων στα ορκωτά δικαστήρια έχει ειδική ratio ως προς αυτήν των λοιπών κακουργημάτων: δεν αφορά μόνο την νομιμοποίηση της επιβολής αυστηρών ποινών δια του λαϊκού στοιχείου αλλά και την αποτροπή της εκδικητικής λογικής απέναντι στον έκνομο πολιτικό αντίπαλο, ενυπάρχουσας ενδεχομένως στους φορείς του κρατικού μηχανισμού. Συνεπώς, η μεταφορά κακουργημάτων στα Τριμελή Εφετεία κατά το άρθρο 97 παρ. 2 Σ. αφορά τα κοινά κακουργήματα και μόνο.

[5] Για τη διάκριση μεταξύ εσωτερικής κρατικής ασφαλείας κατά την ευρεία έννοια, περιλαμβάνουσας και το πολίτευμα και κατά τη στενότερη έννοια βλ. και σε E. Denninger in E. Benda – W. Maihofer – H. J. Vogel “Handbuch des Verfassungsrechts den Bundesrepublik Deutschland”, Berlin-New York 1983, σελ. 1293 επ. Επίσης σε Ι. Μανωλεδάκη “Επιβουλή της δημόσιας τάξης”, Θεσσαλονίκη 1990, σελ. 7 επ.

[6] Πρβλ. το αδίκημα της παράνομης βίας κατά το άρθρο 330 Π.Κ. και τις δυνατές χρήσεις του. Στο ζήτημα της “πολιτικής ανυπακοής” ως μη (φυσικά) βίαιης πολιτικής διαμαρτυρίας  αναφέρεται και ο Σ. Τσακυράκης σε Ελευθεροτυπία της 11-3-2003, ο οποίος πάντως φαίνεται να ταυτίζει τις ανισόμετρες έννοιες του “πολιτικού κρατούμενου” και του “πολιτικού εγκληματία”. Επίσης εντάσσει στα εγκλήματα με πολιτικά κίνητρα και κρατικά εγκλήματα, τα οποία σαφώς εκφεύγουν από την παραδοσιακή προβληματική  του πολιτικού εγκλήματος. Το τελευταίο -σε αντίθεση με την “κρατική τρομοκρατία”- αναφέρεται βασικά  στη σχέση του κράτους και του επίδοξου βίαιου ανατροπέα του.

[7] Για το ότι η πολιτική τρομοκρατία αποτελεί βασική μορφή εκδήλωσης του πολιτικού εγκλήματος βλ. και σε Α. Λοβέρδο “Για την τρομοκρατία…” (1987) όπ.π. και του ιδίου “Παρεκκλίσεις πολιτικής συμπεριφοράς και Σύνταγμα”, Αθήνα 1988.

8 Πρβλ. τις απόψεις του καθηγητή Μ. Σταθόπουλου στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία της 8-3-2003. Ο ίδιος θέτει και το επιχείρημα ότι δεν συντρέχει πολιτικό έγκλημα χωρίς την προϋπόθεση μιας ελάχιστης λαϊκής συναίνεσης. Νομίζουμε όμως ότι στην αμιγέστερη μορφή πολιτικού εγκλήματος, την εσχάτη προδοσία, είναι εξαιρετικά πιθανό να μη συντρέχει καμία υπολογίσιμη λαϊκή συναίνεση -π.χ. στην περίπτωση στρατιωτικού πραξικοπήματος.

[9] Ψηφίσθηκαν οι ν. 410/1976 (τροποποίηση της “αντίστασης αρχής” και άλλων αδικημάτων περί την πολιτειακή εξουσία), ν. 495/1976 περί εκρηκτικών υλών, ν. 774/1978 για την “καταστολή της τρομοκρατίας και την προστασία του δημοκρατικού πολιτεύματος” κ.α.

[10] Το οποίο υποστηρίχθηκε με έμφαση από τον Γ. Α. Μαγκάκη “Σκέψεις για την διαστολή της τρομοκρατίας από το πολιτικό έγκλημα” σε ΝοΒ 2002 σελ. 1813 επ.

Ο συγγραφέας δέχεται τη στενή αντικειμενική θεωρία, υποπίπτει όμως σε  σημαντικές αντιφάσεις: α) ενώ κατ’ εξοχήν πολιτικό έγκλημα κατά την στενή αντικειμενική θεωρία και την νομολογία του ΑΠ, αφετηρίες της θέσης του συγγραφέα, είναι η εσχάτη προδοσία, ο συγγραφέας αρνείται ότι η βίαιη δράση κατά του δημοκρατικού πολιτεύματος (όπου όμως εμπίπτει και η εσχάτη προδοσία) υπάγεται στο πολιτικό έγκλημα, β) η ίδια η βίαιη δράση κατά της δικτατορίας θεωρείται από τον συγγραφέα πράξη αντίστασης κατά το 120 παρ. 4 Σ. και όχι έγκλημα, γ) ο συγγραφέας θεωρεί ως εκδήλωση του πολιτικού εγκλήματος στο πλαίσιο της δημοκρατίας πράξεις αντίστασης κατά τη διάρκεια λαϊκών εκδηλώσεων, οι οποίες υπερβαίνουν τα νόμιμα όρια. Όμως αυτές οι πράξεις σε καμία περίπτωση δεν προσβάλλουν αμέσως το πολίτευμα (αφετηριακή θέση).

Σύνδεση του πολιτικού εγκλήματος με τον “αγώνα υπέρ της ελευθερίας” επιχειρεί και η ΑΠ 820/1989, ΠΧ 1990, σελ. 183, θεωρώντας  τα μέσα της τρομοκρατίας αντιτιθέμενα σε έναν τέτοιο αγώνα.

[11] Βλ. ως προς την έννοια του “δημοσίου εχθρού” σε Κ. Σμιττ “Η έννοια του πολιτικού”, Αθήνα 1988.

 

[12] Πρβλ. και τη σχετική  συζήτηση, στο πλαίσιο της γερμανικής ποινικής θεωρίας, μεταξύ του  J. Wagner “Terrorismus, Hochverrat und Abhörgesetz”, in NJW 1980, σελ. 913 επ., και του  F. Schröder “Moabiter Landrecht oder Hamburger Juristische Spökenkiekerei?” in NJW 1980, σελ. 920 επ. Η συζήτηση αυτή παρουσιάζεται και σε Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου “Προσβολές του Πολιτεύματος”, Θεσσαλονίκη 1983, σελ. 308-315.

[13] Χαρακτηριστική περίπτωση και η πρόσφατη Απόφαση-Πλαίσιο για το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Έκδοσης. Βλ. και σε Χ. Παπαχαραλάμπους “Το ποινικό δίκαιο του εχθρού. Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης, Τρομοκρατία και Έκτακτη Αντιτρομοκρατική Νομοθεσία στις ΗΠΑ.”, Ποινική Δικαιοσύνη 2002, σελ. 189 επ.

[14] Πρβλ. για το β) και γ) κριτήριο τους ορισμούς του βρετανικού αντιτρομοκρατικού νόμου του 2000 (Antiterrorism Act)· για το α) και δ) κριτήριο την απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου Υπουργών της Ε.Ε. του 12.2001 για την “καταπολέμηση της τρομοκρατίας”· βλ. και σε Μ. Μπόση “Περί του ορισμού της τρομοκρατίας”, Αθήνα 2000, για τις αντιφατικές προσπάθειες προσδιορισμού της εννοίας με προσφυγή στη “χρήση βίας με σκοπό εκφοβισμού”, “εξαναγκασμού των αρχών” κ.λπ.

[15] Για τα προβλήματα ερμηνείας της αόριστης αξιολογικής εννοίας της “τρομοκρατίας” βλ. αναλυτικά σε Δ. Μπελαντή “Αντιτρομοκρατική νομοθεσία και αρχή του κράτους δικαίου”, Αθήνα 1997, σελ. 178-191, ιδίως υποσ. 22· πρβλ. και Γ. Πανούση “Τα έσχατα όρια της εγκληματολογίας – η περίπτωση της τρομοκρατίας”, Αρμενόπουλος 1986, σελ. 381 επ.

 

[16] Βλ. για την ευρεία αντικειμενική και σε Α. Λοβέρδο (1987) όπ.π. σελ. 145 επ. Ήδη, στο “Σύστημα της εν Ελλάδι ισχύουσας ποινικής νομοθεσίας” (Αθήνα 1870, τ.Γ’, σελ. 444) ο Ν. Ι .Σαρίπολος όριζε ως πολιτικό έγκλημα “πάσαν κατά της εσωτερικής ή εξωτερικής ασφαλείας του Κράτους πράξιν, απειλούσαν την ύπαρξιν της Πολιτείας ή του πολιτεύματος”. Η παραπάνω διάκριση μεταξύ “Πολιτείας” και “πολιτεύματος” αντικατοπτρίζει ακριβώς τη διεύρυνση της εννοίας στο σύνολο των πολιτικών εννόμων αγαθών.

[17] Πρβλ. πάντως εδώ τη θεωρία του πολιτικού εγκληματία, η οποία προϋποθέτει την ύπαρξη πολιτικής εγκληματικής οργάνωσης ως de facto πολιτικού σχηματισμού (Λοβέρδος 1987, σελ. 164-191). Η θεώρηση αυτή εγγράφει, υπό την προϋπόθεση της αναλογικότητας μέσων και ανατρεπτικού σκοπού την τρομοκρατία ως κύρια μορφή του πολιτικού εγκλήματος.

Για την ενδιαφέρουσα άποψη ότι οι μαζικές διαταράξεις της δημόσιας τάξης (π.χ. αποκλεισμοί) αποτελούν το βασικό πεδίο ισχύος του πολιτικού εγκλήματος πρβλ. και τη θέση  του Π. Βασιλακόπουλου σε “Πρακτικά της δίκης ’17ης Νοέμβρη'”, 12-3-2003 και  Ελευθεροτυπία της 13-3-2003· επίσης πρβλ. τη θέση του Αλ. Λυκουρέζου (“Πρακτικά της δίκης ’17ης Νοέμβρη'”, 13-3-2003) κατά τον οποία ειδικώς η “17η Νοέμβρη” σε αντιδιαστολή με ξένες οργανώσεις δε λειτούργησε ως πολιτικός σχηματισμός. Νομίζουμε, όμως, ότι κρίσιμο είναι το πολιτικό προγραμματικό στοιχείο και όχι οι ειδικές μορφές άρθρωσής του (φυλλάδια, έντυπο υλικό κ.λπ.).

Για τη συσχέτιση “τρομοκρατίας και  πράξεων στο πλαίσιο μαζικών κινητοποιήσεων” βλ. και Ν. Παρασκευόπουλου “Σκέψεις για την έννοια του πολιτικού εγκλήματος στην εποχή μας”, ΝοΒ 2003, σελ. 397 επ.

[18] Το πολιτικό έγκλημα είναι προϊόν των γαλλικών επαναστάσεων και ιδίως της περιόδου της Ιουλιανής Μοναρχίας (1830 -1848), οπότε θεσπίσθηκε δια του Συντάγματος του 1830 (άρθρο 69) αλλά και δια νόμου του 1832 η αρμοδιότητα των ορκωτών δικαστηρίων και η επιβολή ηπιοτέρων ποινών για τους πολιτικούς εγκληματίες. Μέχρι τότε οι πολιτικοί εγκληματίες τιμωρούνταν ως ένοχοι του crimen majestatis με βαρύτατες ποινές, επιβαλλόμενες από έκτακτα δικαστήρια (Καρανίκας 1954, σελ. 346, κ.α.).

 

Νομικό Βήμα 2003, σελ. 965 επ.

 

 

Συνέπειες  από τη θέση του «ενόπλου ανθρωπισμού» :διευρυμένη προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων  ή νομιμοποίηση του πολέμου ;
OI ΔΙΚΕΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ «17 Νοέμβρη» ΚΑΙ ΤΟΥ  «Ε.Λ.Α.»