Δημήτρης Μπελαντής
Δρ Νομικής – Δικηγόρου
Ημερομηνία: 03-03-2003
ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΒΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΕΓΚΛΗΜΑ
- Το αδίκημα της εγκληματικής οργάνωσης (άρθρο 187 ΠΚ πριν και μετά τον ν. 2928/2001 )
Η υπόσταση της εγκληματικής ένωσης του άρθρου 187 ΠΚ τόσο κατά την πλημμεληματική μορφή της πριν από τον ν. 2928/2001 (” σύσταση και συμμορία”) και δευτερευόντως/κατ’ εξαίρεση στο πλαίσιο του ν. 2928/2001 (άρθρο 1 παρ. 3 ν. 2928/2001) όσο και κατά την κακουργηματική της μορφή κατά την διάταξη άρθρου 1 παρ. 1 ν. 2928/2001 αποτελεί αδίκημα,το οποίο προσβάλλει πολιτικό/κρατικό έννομο αγαθό και ειδικότερα την δημόσια τάξη ως έκφανση της εσωτερικής κρατικής ασφαλείας ή της εσωτερικής υποστάσεως του κράτους” (Μανωλεδάκης 1990, Μπελαντής 1997,2000).
Ως δημόσια τάξη ( Κεφάλαιο Στ’ του Ποινικού Κώδικος) νοείται τόσο α) η ίδια η αυθεντία της ισχύος του νόμου και της υποταγής σε αυτόν όσο και β) ο ειρηνικός περίγυρος γύρω από τα προστατευόμενα ιδιωτικά έννομα αγαθά, ο οποίος γίνεται σεβαστός βάσει του μονοπωλίου κρατικού καταναγκασμού (Μανωλεδάκης 1990, σελ. 18-25). Ο λόγος ακριβώς της τυποποιήσεως μιάς προπαρασκευαστικής συμπεριφοράς πριν από την προσβολή των επιμέρους εννόμων αγαθών (ζωή,ελευθερία κλπ) από τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης σε ιδιώνυμο αδίκημα έγκειται στην έγκαιρη προστασία της κρατικής αυθεντίας ως προστατευτικής ασπίδας γιά όλα τα υπόλοιπα (ιδιωτικά ή και δημόσια) έννομα αγαθά και στην προληπτική της θωράκιση έναντι της συνασπισμένης εγκληματικής δυναμικής ( βλ. κατά την γερμανική ποινική θεωρία και σε R.Langer –Stein ” Legitimation und Interpretation strafrechtlicher Verbote krimineller und terroristischer Organisationen” , Muenchen 1987 ).
Γιά την ένταξη της “δημόσιας τάξης” στα κρατικά έννομα αγαθά βλ. και σε Καρανίκα 1954, Βάλληνδρα 1973 κ.α. Στο πλαίσιο της γερμανικής θεωρίας και σε Schoenke –Schroeder “Strafgesetzbuch” Muenchen 1980 , ανάπτυξη του Lenckner σελ. 1009 επ, Langer-Stein οπ.π.).
Ηδη η επιβουλή (ορθότερα η διακινδύνευση είτε αφηρημένη είτε συγκεκριμένη)
του αγαθού της δημοσίας τάξεως καθιστά την μορφή της εγκληματικής οργάνωσης,κατά την ευρεία αντικειμενική θεωρία (Λοβέρδος 1987,Καμινάρης 1979,Καρανίκας 1954 κ.α.) , πολιτικό έγκλημα Κάθε μορφή προσβολής ή και διακινδύνευσης πολιτικού εννόμου αγαθού (δηλαδή αγαθού αναγόμενου στην εσωτερική ή στην εξωτερική ασφάλεια του κράτους κατά τα κεφάλαια Α’ ως Στ’ του ΠΚ, γιά την “εσωτερική ασφάλεια” και Μάνεσης 1980 ) συνιστά κατά την ερμηνευτική αυτήν εκδοχή πολιτικό έγκλημα.Στην δε εσωτερική κρατική ασφάλεια κατά την ευρύτερη έννοια (Λοβέρδος 1987) υπάγονται α) η ίδια η πολιτειακή οργάνωση, το πολίτευμα ή αλλοιώς η εσωτερική υπόσταση του κράτους, β) η προστασία των πολιτικών σωμάτων και της ασκήσεως των πολιτικών δικαιωμάτων κατά το Δ’ Κεφάλαιο του ΠΚ γ) η πολιτειακή εξουσία ως ικανότητα διατήρησης του μονοπωλίου κρατικού καταναγκασμού δ) η δημόσια τάξη κατά τις παραπάνω έννοιες. Η πολιτειακή εξουσία και η δημόσια τάξη συναποτελούν την εσωτερική ασφάλεια του κράτους κατά την στενότερη έννοια,stricto sensu (Μανωλεδάκης 1988 σελ. 7 επ., Λοβέρδος 1987)
Η ευρεία αντικειμενική θεωρία (αναφερόμενη στην επιβουλή των κάθε είδους πολιτικών εννόμων αγαθών) είχε γίνει δεκτή και στα πρώτα βήματα της ελληνικής ποινικής επιστήμης από τον Ν.Ι.Σαρίπολο ( Ν.Ι.Σαρίπολος τ.Γ’ 1870σελ. 144), ο οποίος αναφέρεται σε “πάσαν κατά της εσωτερικής ή εξωτερικής ασφαλείας του Κράτους πράξιν, απειλούσαν την ύπαρξιν της Πολιτείας ή του πολιτεύματος”.
Ομοίως και τάσεις της γαλλικής ποινικής επιστήμης στις αρχές του 20ου αιώνα φαίνεται να ασπάζονται την ευρεία αντικειμενική θεωρία, αναφερόμενες σε πολλαπλά κρατικά έννομα αγαθά (Garraud 1934).
Αν λαμβανόταν ως μέτρο των αντικειμενικών θεωριών η άμεση επιβουλή της πολιτειακής μορφής δηλαδή εκείνη η εγκληματική δράση η οποία άμεσα στρέφεται κατά του πολιτεύματος και, κατά τρόπο άμεσο, κατατείνει στην μεταβολή, στην κατάλυση ή στην αλλοίωσή του ( στενή αντικειμενική θεωρία, ακολουθούμενη και από το παραπεμπτικό βούλευμα ), το πεδίο ισχύος του πολιτικού εγκλήματος , η οποία διαθέτει σαφές συνταγματικό και κανονιστικό έρεισμα (άρθρα 47 παρ. 3 , 97 παρ. 1 και 2 Συντ.) θα έτεινε να συρρικνωθεί σε ιδιαίτερα σημαντικό βαθμό, αφού θα αντιστοιχούσε αποκλειστικά στα αδικήματα του Α’ Κεφαλαίου του Ειδικού Μέρους του Π.Κ ( Προσβολές του Πολιτεύματος) και ιδίως στα αδικήματα της εσχάτης προδοσίας ( 134 ΠΚ) και των προπαρασκευαστικών πράξεων εσχάτης προδοσίας (άρθρο 135 ΠΚ). Στην πράξη, θα επρόκειτο γιά πράξεις τελούμενες κατά ή στο προστάδιο πραξικοπήματος ή ένοπλης επανάστασης και εμφυλίου πολέμου, σε εξαιρετικές δηλαδή και οριακές συγκυρίες.
Η στενή αντικειμενική θεωρία προτάθηκε αρχικώς από την ΑΠ 238/1930, η οποία αναφερόταν σε “πράξιν αμέσως τείνουσαν εις την ανατροπήν του πολιτεύματος”.
Κατά την περίοδο αυτήν δεν μπόρεσε να επικρατήσει, αφού υπερίσχυσαν οι υποκειμενικές θεωρίες στην νομολογία του ΑΠ.Κατά την σύγχρονη περίοδο φαίνεται πάντως να κατέχει μία ισχυρή τάση στην ποινική νομολογία.
Η τόσο στενή προσέγγιση της εννοίας του πολιτικού εγκλήματος καταστρατηγεί την συνταγματική του οριοθέτηση και οδηγεί ουσιαστικώς στο συμπέρασμα ότι στην κοινοβουλευτική φιλελεύθερη δημοκρατία δεν είναι δυνατόν να τελούνται πολιτικά αδικήματα. Δεν εξηγείται όμως έτσι η συνταγματική ρύθμιση του 1975 , η οποία εκ των πραγμάτων α) αποδέχεται την ιστορικότητα του πολιτεύματος και των πολιτικών θεσμών του και άρα τη δυνατότητα να υπάρξει μία αντίπαλη προς αυτά πολιτική παραβατικότητα ακόμη και σε συνθήκες σχετικής ομαλότητος β)απορρέει από μία ιστορική μήτρα, η οποία παραχωρούσε μία διακριτή ηθικοπολιτική ποιότητα στους επίδοξους ανατροπείς αντιπάλους της (Τσουκαλάς 1929) .
Δεν είναι τυχαίο ότι παλαιότερα δεν ίσχυε η ποινή του θανάτου γιά τα πολιτικά εγκλήματα.
Παρ’όλα αυτά, μπορεί να υποστηριχθεί βάσιμα, στο έδαφος ακόμη και της στενής αντικειμενικής θεωρίας, ότι εκείνη η εγκληματική οργάνωση η οποία στρέφεται βάσει πολιτικών κινήτρων κατά της δημόσιας τάξης ( πολιτική εγκληματική οργάνωση ή “τρομοκρατική” οργάνωση , και σε Λοβέρδο 1987, Μπελαντή 1997 ) και προετοιμάζει βάσει των ιδίων κινήτρων την προσβολή επιμέρους εννόμων αγαθών συνδέεται από την ίδια την πολιτική στρατηγική της με την προοπτική επαναστατικής ανατροπής του πολιτεύματος και τέλεσης εσχατοπροδοτικών πράξεων, με όρους πολιτικής θεωρίας με την προοπτική του εμφυλίου πολέμου. Διαφωτιστική εδώ μπορεί να θεωρηθεί η συζήτηση κατά την γερμανική ποινική θεωρία αν η σύσταση τρομοκρατικής οργάνωσης της παραγράφου 129 α ΓΠΚ και οι κατ’ιδίαν τρομοκρατικές πράξεις μπορούν να θεωρηθούν ότι συρρέουν με προπαρασκευαστικές πράξεις εσχάτης προδοσίας ( J.Wagner ” Terrorismus, Hochverrat und Abhoerfgesetz ” in NJW 1980 σελ. 913 επ. , F.Schroeder “Moabiter
Landrecht oder Hamburger Juristische Spoekenkiekerei? ” in NJW 1980 σελ. 920 επ.)
Ιδίως, η ανάπτυξη του J.Wagner δείχνει ότι η τάση προσβολής του πολιτεύματος από την δράση αυτήν ναι μεν δεν αποτελεί προπαρασκευή εσχάτου προδοσίας αφού αναφέρεται όχι σε μία χρονικά συγκεκριμένη αλλά σε μία μελλοντική και αόριστη επαναστατική ανατροπή την οποία προετοιμάζει σταδιακά διά της αλλαγής των συνειδήσεων πλην όμως η όλη δράση (και ιδίως η σύσταση εγκληματικής οργάνωσης) προσβάλλει ενδιάμεσα έννομα αγαθά όπως η δημόσια τάξη εν όψει ακριβώς της τελικής προσβολής του αγαθού του πολιτεύματος. Εδώ δεν υπάρχει χρονική αμεσότητα στην προσβολή της πολιτειακής τάξης, υπάρχει όμως μία αιτιακή αλυσσίδα ενεργειών οι οποίες κατατείνουν τελικώς στην πολιτειακή ανατροπή και δι’ αυτής άλλωστε αποκτούν καθολικό νόημα.
Στο πλαίσιο των υποκειμενικών θεωριών, τόσο της ευρείας όσο και της στενής υποκειμενικής, η σύσταση και συμμετοχή σε (πολιτική) εγκληματική οργάνωση πρέπει να θεωρηθεί σε κάθε περίπτωση πολιτικό έγκλημα, στον βαθμό που προκύπτουν σαφώς από το υλικό της δικογραφίας (δημόσιες τοποθετήσεις, τρόπος δράσης κλπ) τα πολιτικά κίνητρα όσων συναπαρτίζουν την οργάνωση και ο τελικός (ανατρεπτικός) πολιτικός σκοπός της ίδιας της οργάνωσης, ο οποίος υπερπροσδιορίζει τον ειδικό σκοπό τελέσεως ανθρωποκτονιών , απαγωγών, σωματικών βλαβών κλπ. Στην περίπτωση των “τρομοκρατικών” οργανώσεων ως ιδιαίτερων εγκληματικών οργανώσεων (υποσυνόλου αυτών του ν. 2928/2001 ) συντρέχει κίνητρο επαναστατικής πολιτικής ανατροπής και άρα οι προυποθέσεις όχι μόνον της ευρείας (“σκοπός προσβολής πολιτικού εννόμου αγαθού”) αλλά και της στενής υποκειμενικής θεωρίας (“σκοπός κατάλυσης του δημοκρατικού πολιτεύματος” και αντικατάστασής του από ένα άλλο πολίτευμα). Οψεις της στενής υποκειμενικής θεωρίας, σε συνδυασμό ενδεχομένως και με την μεικτή θεωρία, έγιναν δεκτές κατά την εκδίκαση της υποθέσεως εκδόσεως στην ΟΔΓ του R.Pohle από το Εφετείο Αθηνών (12, 13/1976 Εφετείου Αθηνών ,Ποινικά Χρονικά 1976 σελ. 660 επ.).Το σκεπτικό αυτό (” εν όψει των ελατηρίων, του σκοπού που επιδιώχθηκε και της φύσης των δικαιωμάτων που προσβλήθηκαν στρέφεται κατά της πολιτικής οργάνωσης του κράτους και τείνει στην ανατροπή ή αλλοίωση της καθεστηκυίας τάξεως “) επαναλαμβάνεται και στις ΑΠ 1741/1984 (σε Συμβούλιο), ΠΧρ. ΛΕ, 552, ΑΠ 820/1989 ΠΧρ. Μ , 183 , κ.α. καθώς και στην πρόσφατη Συμβ.Εφ. 2/1998 σε Υπεράσπιση 1998 σελ. 568 επ.
Επέκταση της στενής υποκειμενικής θεωρίας αποτελεί και η θεωρία του πολιτικού εγκληματία (Μανωλεδάκης 1981, Λοβέρδος 1988), η οποία εστιάζει στο εγκληματικό υποκείμενο και εξ αυτού ορίζει και τη φύση της εγκληματικής συμπεριφοράς. Η θεώρηση αυτή θέτει ως κριτήρια α) την ένταξη της εγκληματικής δράσης στο πεδίο επίτευξης του τελικού ανατρεπτικού πολιτικού σκοπού β) τη φύση της εγκληματικής οργάνωσης ως de facto πολιτικού σχηματισμού και γ) τη σχέση αναλογικότητος μεταξύ της εγκληματικής δράσης και των πολιτικών στόχων της εγκληματικής (πολιτικής) οργάνωσης.Και υπό αυτά τα κριτήρια η πολιτικού χαρακτήρα ένωση του 187 ΠΚ βασικά εντάσσεται στην έννοια του πολιτικού εγκλήματος.
Κατά τα παραπάνω προκύπτει ότι η εγκληματική ένωση του 187 ΠΚ τόσο ως “σύσταση και συμμορία” πριν από τον ν. 2928/2001 όσο και ως “εγκληματική οργάνωση” του ν. 2928/2001 αποτελεί σε κάθε περίπτωση αμιγές πολιτικό έγκλημα κατά την ευρεία αντικειμενική θεωρία και υπό ορισμένες προυποθέσεις-αν ερμηνευθεί ευρέως η αμεσότητα της επιβουλής της πολιτειακής τάξης και όχι ως χρονική συνάφεια- και κατά την στενή αντικειμενική θεωρία , η οποία πάντως συστέλλει υπερβολικά το πεδίο ισχύος της συνταγματικής ρύθμισης άρθρου 97 Συντ. (και Λοβέρδος 1987, Μπελαντής 1997 και 2000). Στο πλαίσιο των υποκειμενικών και των μεικτών θεωριών η συνδρομή “ανατρεπτικού” πολιτικού σκοπού στην εγκληματική οργάνωση ως ένα πρόσθετο υποκειμενικό στοιχείο καθιστά την οργάνωση σε κάθε περίπτωση πολιτικό έγκλημα.
2.Επιμέρους πράξεις της οργάνωσης (ανθρωποκτονίες κλπ).
Οι επιμέρους αξιόποινες πράξεις, οι οποίες τελέσθηκαν, πρέπει να θεωρηθούν πολιτικά εγκλήματα κατά τις υποκειμενικές θεωρίες,στον βαθμό που συνοδεύονταν από ανατρεπτικά πολιτικά κίνητρα των δραστών τους.Ιδίως οι μακροχρόνια επαναλαμβανόμενες δημόσιες τοποθετήσεις μιάς πολιτικού χαρακτήρα εγκληματικής οργάνωσης παρέχουν μία ισχυρή θεμελίωση αυτών των κινήτρων. Ορθότερα δε, αυτό ισχύει και στο πλαίσιο της στενής υποκειμενικής θεωρίας αλλά και της θεωρίας του πολιτικού εγκληματία ως επεκτάσεως των υποκειμενικών θεωριών.
Αντιθέτως, στο πλαίσιο της αντικειμενικής θεωρίας (ευρείας ή στενής) οι πράξεις αυτές δεν αποτελούν αμιγή τουλάχιστον πολιτικά εγκλήματα, αφού προσβάλλουν ιδιωτικά έννομα αγαθά . Μπορούν όμως να θεωρηθούν “συναφή” ή “συνεχόμενα” αδικήματα στο πλαίσιο της συνδρομής “συνθέτου πολιτικού εγκλήματος” (Λοβέρδος 1987, Καμινάρης 1979 κ.α.), δηλαδή κοινά ποινικά αδικήματα, τα οποία συντείνουν στην διευκόλυνση τελέσεως του διαρκούς αδικήματος της εγκληματικής οργάνωσης (187 ΠΚ υπό την μορφή 1 παρ. 1 ν. 2928/2001) ως αμιγούς πολιτικού εγκλήματος ,καθώς μάλιστα η μακροχρόνια διαρκής τέλεση του αδικήματος αυτού δεν είναι λογικώς νοητή χωρίς την τέλεση των συμφωνούμενων κάθε φορά επιμέρους εγκληματικών πράξεων. Στην περίπτωση αυτήν , και από την στιγμή που τα συνεχόμενα αποτελούν ένα ενιαίο εγκληματικό όλο με τα αμιγή πολιτικά αδικήματα και δεν διαχωρίζονται από αυτά από την άποψη των συνεπειών ( Καμινάρης 1979), η συνταγματική δωσιδικία των αμιγών (97 παρ. 1 Συντ.) καθορίζει σε κάθε περίπτωση
και τη δωσιδικία των συνεχομένων.
Επιπλέον, ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι τα αδικήματα αυτά δεν εντάσσονται στο “σύνθετο” πολιτικό έγκλημα , θα έπρεπε κατά πάσα πιθανότητα στο πλαίσιο της συναφείας τους (άρθρα 128, 129 ΚΠΔ) με το διαρκές αδίκημα του 187 ΠΚ
( εκδικαζόμενο κατά το Σύνταγμα υποχρεωτικώς από ΟΔ) να ακολουθήσουν την αρμοδιότητα του αμιγούς πολιτικού εγκλήματος.
Ερωτήματα :
1) Μπορεί και εδώ ίσως να προταθεί η σχέση με το πολιτειακό έννομο αγαθό βάσει της μακροχρόνιας αιτιακής αλυσσίδας ; (WAGNER )
2) Μπορεί να αξιοποιηθεί η σχέση φορέως και θεσμού (π.χ. στην περίπτωση Μπακογιάννη ) όπου στο πρόσωπο συμπυκνώνεται και η πολιτειακή λειτουργία και η προσβολή του ιδιωτικού εννόμου αγαθού (της ζωής) αποτελεί το αναγκαίο μέσο γιά την προπαρασκευή προσβολής του πολιτεύματος. Παράλληλη προβληματική στην περιύβριση αρχής.
Βιβλιογραφία
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1) Δ.Βάλληνδρα ” Το πολιτικόν έγκλημα εις την σύγχρονον γερμανικήν ποινικήν θεωρίαν” ,Ποινικά Χρονικά ΚΒ’ σελ. 338 επ.
2) Α.Καμινάρη,Π.Κομματά κ.α.”Το πολιτικόν έγκλημα “, Αθήνα 1979
3) Δ.Καρανίκα ” Ο χαρακτηρισμός των κατά της εσωτερικής και εξωτερικής υποστάσεως του κράτους εγκληματικών ενεργειών ως πολιτικών εγκλημάτων” σε Αρμενόπουλο 1954 σελ. 345 επ, Ποινικά Χρονικά 1954 σελ. 23 επ. .
- Α.Λοβέρδου “Πολιτικό Εγκλημα και τρομοκρατία”,Αθήνα 1987
- Γ.Μανωλεδάκη “Γενική Θεωρία Ποινικού Δικαίου”, Αθήνα 1981
- Γ.Μανωλεδάκη “Επιβουλή της δημόσιας τάξης”,Θεσσαλονίκη 1990
- Γ.Μανωλεδάκη “Προστασία της πολιτειακής εξουσίας”, Θεσσαλονίκη 1988
- Γ.Μανωλεδάκη “Νόμος 2928/2001”, Αθήνα 2002
- Γ.Μανωλεδάκη ” Τρομοκρατία και νομοκρατία”, Ποιν.Δικ. 1/2003 σελ. 65 επ.
- Αρ.Μάνεση “Το πρόβλημα της ασφαλείας του κράτους και η ελευθερία” σε “Συνταγματική Θεωρία και Πράξη”, Θεσσαλονίκη 1980 σελ. 390 επ.
- Δ.Μπελαντή “Αντιτρομοκρατική νομοθεσία και αρχή του κράτους δικαίου”, Αθήνα 1997
- Δ.Μπελαντή ” Πενταμελή Εφετεία ή τακτικά ποινικά δικαστήρια ;-Συνταγματικά ζητήματα από την ενδεχόμενη επαναθεσμοθέτηση ειδικής δωσιδικίας γιά τα εκ της τρομοκρατικής δράσης αδικήματα” ,Το Σύνταγμα 2000 σελ. 726 επ.
- Β.Παπαναστασίου ” Πολιτικά εγκλήματα και αι επ’ αυτών διακρίσεις”,Ποινικά Χρονικά 1981 σελ. 1 επ.
- Ν.Ι.Σαριπόλου ” Σύστημα της εν Ελλάδι ισχύουσας ποινικής νομοθεσίας”, τ.Γ’ . Αθήνα 1870
- Χρ.Σγουρίτσα (- Κ.Γεωργόπουλου) “Συνταγματικόν Δίκαιον”, Αθήνα 1966.
- Κ.Τσουκαλά “Τα ορκωτά δικαστήρια”, Αθήνα 1929 .
ΞΕΝΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Garraud ” Precis de Droit Criminell” , 1934.
- Lenckner in Schoenke-Schroeder “Strfagesetzbuch” , 129 a StGB, 129 ff.
- Wagner ” Terrorismus, Hochverrat und Abhoerfgesetz ” in NJW 1980 σελ. 913 επ.
- Schroeder “Moabiter Landrecht oder Hamburger Juristische Spoekenkiekerei? ” in NJW 1980 σελ. 920 επ